λιθάρι,
το, ουσ.
[<μσν. λιθάριν <μτγν. λιθάριον, υποκορ. του ουσ. λίθος], το λιθάρι· ο
λίθος που χρησιμοποιούνταν στο αγώνισμα της λιθοβολίας, καθώς και αυτό το ίδιο
το αγώνισμα: «τα παιδιά μαζεύτηκαν στην αλάνα για να ρίξουν λιθάρι || ποιος
ήρθε πρώτος στο λιθάρι;». Το αγώνισμα αυτό αντικαταστάθηκε με το αγώνισμα της
σφαιροβολίας·
- βάζω
κι εγώ ένα λιθάρι ή βάζω κι εγώ το λιθάρι μου, βλ. συνηθέστ. βάζω
ένα λιθαράκι, λ. λιθαράκι·
- δεν
άφησε αγύριστο λιθάρι, έψαξε επίμονα σε όλα τα μέρη, έψαξε επίμονα παντού
για να βρει κάποιον ή κάτι: «έπρεπε να τον βρει οπωσδήποτε γι’ αυτό δεν άφησε
αγύριστο λιθάρι, μέχρι που τον βρήκε»·
-
στάλα με στάλα το νερό, τρυπάει το λιθάρι, βλ. λ. στάλα.