λιθαράκι,
το, ουσ.
[υποκορ. του ουσ. λιθάρι], το λιθαράκι·
- βάζω
κι εγώ ένα λιθαράκι ή βάζω κι εγώ το λιθαράκι μου, συμβάλλω ενεργά
στην πραγματοποίηση κάποιου σκοπού, καλού ή κακού: «θα έχεις την ικανοποίηση
ότι έβαλες κι εσύ ένα λιθαράκι για την προκοπή της πατρίδας σου || τώρα λυπάσαι
για την καταστροφή του, αλλά έβαλες κι εσύ το λιθαράκι σου για να φτάσει σ’
αυτά τα χάλια». Συνών. βάζω κι εγώ ένα χέρι (χεράκι) ή βάζω κι εγώ το
χέρι μου (το χεράκι μου).