λίγος,
-η, -ο, επίθ.
[<μσν. λίγος <αρχ. ὀλίγος], λίγος. 1. που δεν είναι άξιος ως προς
τις ικανότητές του για κάτι, που είναι ανεπαρκής: «μπορεί να είναι καλός
ζωγράφος, αλλά αποδείχτηκε λίγος για τη θέση του διευθυντή της Σχολής Καλών
Τεχνών». 2. το αρσ. στον πλ. ως ουσ. οι λίγοι, η άρχουσα τάξη, οι
πλούσιοι: «τις χαρές της ζωής τις ζούνε οι λίγοι». Επίρρ. λίγο.
(Ακολουθούν 73 φρ.)·
- άλλος
λίγο, άλλος πολύ, βλ. φρ. ποιος λίγο, ποιος πολύ·
- απ’
τα ψηλά στα χαμηλά κι απ’ τα πολλά στα λίγα, βλ. λ. ψηλός·
- (αυτό)
είναι το λιγότερο, αυτό που μας συμβαίνει δεν είναι και τόσο σπουδαίο
γιατί, αλλού βρίσκεται η πραγματική δυσκολία, το πραγματικό πρόβλημα: «δεν
μπορεί να προχωρήσει το έργο, γιατί μας λείπουν χέρια. -Αυτό είναι το λιγότερο.
Λεφτά μας λείπουν, γι’ αυτό σταμάτησε το έργο»·
- αφέντης
ένας και πολύς, και φίλοι χίλιοι, λίγοι, βλ. λ. φίλος·
- αφήνω
λίγο αέρα, βλ. λ. αέρας·
- για
λίγο, για μικρό χρονικό διάστημα: «μπορώ ν’ ασχοληθώ για λίγο μαζί σου ||
θα λείψω για λίγο κι όποιος με ζητήσει ας περιμένει»·
- δεν
είναι λίγο πράγμα να…, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- δεν
πα(ς) να σε φυσήξει λίγο ο αέρας! ή δεν πα(ς) να σε φυσήξει λίγος
αέρας! βλ. λ. αέρας·
- δεν
το ’χει λίγο, βλ. φρ. λίγο το ’χει(!)·
- είναι
λίγα τα καρβέλια του ή λίγα είναι τα καρβέλια του, βλ. λ. καρβέλι·
- είναι
λίγα τα κουκιά του ή λίγα είναι τα κουκιά του, βλ. λ. κουκί·
- είναι
λίγα τα ψωμιά του ή λίγα είναι τα ψωμιά του, βλ. λ. ψωμί·
- είναι
λίγες οι μέρες του ή λίγες είναι οι μέρες του, βλ. λ. μέρα·
- είναι
λίγες οι ώρες του ή λίγες είναι οι ώρες του, βλ. λ. ώρα·
- έχει
λίγο αέρα, βλ. λ. αέρας·
- έχει
λίγο μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- θέλει
λίγο αέρα, βλ. λ. αέρας·
- κάθε
λίγο και λιγάκι ή κάθε τρεις και λίγο, πολύ συχνά: «κάθε λίγο και
λιγάκι μας δημιουργεί προβλήματα || κάθε τρεις και λίγο, έρχεται και μου ζητάει
δανεικά»·
- και
λίγη αξιοπρέπεια! βλ. λ. αξιοπρέπεια·
- και
λίγη τσίπα! βλ. λ. τσίπα·
- και
λίγο φιλότιμο! βλ. λ. φιλότιμο·
- καλή
καρδιά και λίγη γνώση, βλ. λ. καρδιά·
- καλό
αλλά λίγο, βλ. λ. καλός·
- καλός
αλλά λίγος, βλ. λ. καλός·
- κάτι
λίγα, πολύ λίγα: «έχω κάτι λίγα χρήματα στην άκρη για ώρα ανάγκης»·
- κάτι
λίγο! έκφραση με την οποία δηλώνουμε ευγενικά και πιο σπάνια ειρωνικά το
αρκετά: «πείνασες καθόλου; -Κάτι λίγο! || κουράστηκε καθόλου; -Κάτι λίγο!».
Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε·
-
κάτι λίγοι, πολύ
λίγοι: «είχε αποτυχία η συγκέντρωση, γιατί μαζεύτηκαν μόνο κάτι λίγοι»·
- λέγε
λίγα με τους άλλους και πολλά με τον εαυτό σου, βλ. λ. εαυτός·
- λίγ’
απ’ όλα και πολλά, τα βολεύουν μια χαρά, νοικοκύρης και κυρά, βλ. λ. κυρά·
- λίγα
και καλά, εκλεκτική στάση που προκρίνει την ποιότητα και όχι την ποσότητα.
(Τραγούδι: θωρακισμένη Μερσεντές δεν ονειρεύτηκα ποτές, μην κάνεις όνειρα
τρελά, μαζί μου θα ’χεις λίγα και καλά)·
- λίγα
λόγια! ή λίγα τα λόγια σου! βλ. λ. λόγος·
- λίγα
λόγια και καλά, βλ. λ. λόγος·
- λίγα
πουλάει και πολλά αγοράζει, βλ. λ. πουλώ·
- λίγα
πράγματα! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- λίγα
χρόνια και καλά, βλ. λ. χρόνος·
- λίγες
να ’ναι οι μέρες σου, βλ. λ. μέρα·
- λίγες
να ’ναι οι ώρες σου, βλ. λ. ώρα·
- λίγο
ακόμη και..., βλ. φρ. λίγο έλειψε να(…)·
-
λίγο από δω, λίγο από κει, με
διάφορες περικοπές ή προσπάθειες: «λίγο από δω, λίγο από κει μπόρεσε να
συγκεντρώσει τα λεφτά που χρειαζόταν για να κάνει τη δουλειά του»·
- λίγο έλειψε να... μόλις
άγγιξε το όριο για να πραγματοποιηθεί κάτι, αλλά δεν πραγματοποιήθηκε, σχεδόν,
παραλίγο: «όπως έτρεχε, λίγο έλειψε να τρακάρει μ’ ένα φορτηγό || λίγο έλειψε
να βγει πρώτος»·
- λίγο
ήθελε να…, βλ. φρ. λίγο έλειψε να(…)·
- λίγο
θέλω να..., κοντεύω, πλησιάζω: «λίγο θέλω να τελειώσω τη δουλειά μου»·
- λίγο
λίγο, βαθμιαία, σταδιακά. (Λαϊκό τραγούδι: μείνε κοντά μου και μη μ’
αγαπήσεις, μόνο τα χάδια σου να μου χαρίσεις και λίγο λίγο θα με
συνηθίσεις, όχι όχι, μη με παρατάς, όχι όχι, πες πως μ’ αγαπάς)·
- λίγο
μόνο αν… ή λίγο μόνο να…, έστω και λίγο αν…, έστω και λίγο να…:
«λίγο μόνο αν με βοηθούσε κάποιος, θα ξεπερνούσα το πρόβλημα || λίγο μόνο να
μπορούσα να τη δω και θα ηρεμούσα»·
- λίγο
μου πέφτει ή μου πέφτει λίγο, βλ. λ. πέφτω·
- λίγο
να κάνεις ότι… ή λίγο να κάνεις πως…, με την παραμικρή σου
αντίδραση, με την παραμικρή σου ενέργεια: «λίγο να κάνεις ότι βήχεις θυμώνει,
γιατί το θεωρεί ειρωνεία || λίγο να κάνεις πως μιλάς, σε πετάει έξω απ’ την
τάξη || λίγο να κάνεις πως αργείς το πρωί, σ’ απολύει αμέσως απ’ τη δουλειά
του»·
- λίγο
να κάνω ότι… ή λίγο να κάνω πως…, από τη στιγμή που εκδηλώνομαι, που
προβαίνω σε κάποια ενέργειά μου: «λίγο να κάνω ότι αγριεύω, το βάζουν όλοι στα
πόδια || λίγο να κάνω πως δυσφορώ, σταματούν όλοι την κουβέντα»·
- λίγο
ο ένας, λίγο ο άλλος, με την ως ένα βαθμό, ως ένα σημείο επέμβαση διαφόρων
ατόμων: «όταν είχε οικονομικό πρόβλημα, λίγο ο ένας, λίγο ο άλλος, τον βοήθησαν
οι φίλοι του να το ξεπεράσει || λίγο ο ένας, λίγο ο άλλος, όλοι φταίνε για την
καταστροφή του»·
- λίγο
πιο πέρα, βλ. λ. πέρα·
- λίγο
πολύ, α. ως ένα βαθμό, ως ένα σημείο: «λίγο πολύ ο κάθε άνθρωπος
έχει τα προβλήματά του». β. περίπου: «λίγο πολύ, μπορεί να ήταν καμιά
διακοσαριά άτομα»· βλ. και φρ. λίγο ως πολύ·
- λίγο
πράγμα είναι να… ή λίγο πράγμα το ’χεις να…, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- λίγο
σου είναι! βλ. λ. είναι·
- λίγο
σου πέφτει! βλ. λ. πέφτω·
- λίγο
το ’χει! δεν είναι καθόλου δύσκολο ή απίθανο, δεν απέχει πολύ από την
πραγματικότητα να κάνει το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος αυτό που
κουβεντιάζουμε: «μη μου πεις, δηλαδή, πως μπορεί να πάει και στην Αθήνα με τα
πόδια; -Λίγο το ’χει!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ, το γιατί
ή το μήπως και κλείνει με το νομίζεις και είναι φορές, που
άλλοτε προτάσσεται και άλλοτε κλείνει τη φρ. το νομίζεις·
- λίγο
το ’χεις! δεν είναι καθόλου λίγο, καθόλου ασήμαντο: «λίγο το ’χεις, που
ξεκίνησε βραδιάτικα να πάει στου διαβόλου τη μάνα να τον βοηθήσει!». Πολλές
φορές, της φρ. προτάσσεται το ε·
-
λίγο ως πολύ, σε
αρκετό βαθμό, αρκετά: «μπορώ να πω, πως λίγο ως πολύ επηρεάζεται απ’ τη γυναίκα
του»· βλ. και φρ. λίγο πολύ·
- μακρύ
μαλλί και λίγη γνώση, βλ. λ. μαλλί·
- με
λίγα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- με
τα πολλά στη φυλακή και με τα λίγα μέσα, βλ. λ. φυλακή·
- μου
πέφτει λίγο(ς), δε μου αρκεί, δε με ικανοποιεί, γιατί είναι πολύ
λιγότερο(ς) ή κατώτερο(ς) από την αξία μου, τις δυνάμεις μου, τις προσδοκίες
μου ή τις ικανότητές μου: «το πριμ που μου δίνεις μου πέφτει λίγο, γιατί έδωσα
όλες τις δυνάμεις μου για να πάει καλά η δουλειά || καλός άνθρωπος, δε λέω,
αλλά μου πέφτει λίγος, γιατί δεν είναι της τάξης μου»·
- ο
έξυπνος αν γελαστεί, για λίγο δε γελιέται, βλ. λ. έξυπνος·
- όποιος
γυρεύει τα πολλά, χάνει και τα λίγα ή όποιος ζητάει τα πολλά, χάνει και
τα λίγα ή όποιος θέλει τα πολλά, χάνει και τα λίγα, βλ. λ. όποιος·
- ούτε
λίγο, ούτε πολύ, έκφραση με την οποία συνοψίζουμε τα λεγόμενα κάποιου, σαν
να θέλουμε να εντοπίσουμε την ακρίβεια, την ορθότητά τους, έκφραση με την οποία
διαπιστώνουμε κάτι: «δηλαδή, ούτε λίγο, ούτε πολύ, είναι σαν να μας λες πως
είναι κλέφτης»·
- παίρνω
λίγο αέρα, βλ. λ. αέρας·
- παλιό
τ’ αμπέλι, λίγο το κρασί, βλ. λ. αμπέλι·
- παρά
λίγο, βλ. λ. παραλίγο·
- ποιος
λίγο, ποιος πολύ, ως ένα βαθμό, ως ένα σημείο ο καθένας: «ποιος λίγο, ποιος
πολύ, όλοι έχουμε σήμερα τα προβλήματά μας». (Λαϊκό τραγούδι: όλοι ποιος
λίγο, ποιος πολύ έχουμε παλαβώσει και πρέπει να ’βγουν οι τρελοί, για να
μας βάλουν γνώση)·
- σε
λίγο, πάρα πολύ σύντομα, στο αμέσως προσεχές χρονικό διάστημα: «μη φύγεις,
γιατί σε λίγο θα ’ρθει»·
- τα
λίγα λόγια ζάχαρη και τα καθόλου μέλι, βλ. λ. λόγος·
- το
κάνει κάθε τρεις και λίγο, βλ. λ. κάθε·
- το
λίγο αλκοόλ είναι φάρμακο και το πολύ φαρμάκι, βλ. λ. αλκοόλ·
- φάε
λίγο να σε πιάσει, βλ. λ. τρώω·
- φάε
λίγο να σε στυλώσει, βλ. λ. τρώω.