λιάδα
κ. αλιάδα, η,
ουσ. [<ιταλ. agliata <λατιν. allium (= σκόρδο)], η σκορδαλιά·
- γίνομαι
λιάδα, μεθώ υπερβολικά από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το
μεθύσι: «πίναμε απ’ το σούρουπο και τα μεσάνυχτα είχαμε γίνει λιάδα». Για
συνών. βλ. φρ. γίνομαι φέσι, λ. φέσι·
- είμαι
λιάδα, είμαι πολύ μεθυσμένος από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται
από το μεθύσι: «έπινε με τέτοιο ρυθμό, που σε δυο ώρες ήταν λιάδα». Για συνών.
βλ. φρ. είμαι φέσι, λ. φέσι·
-
κάνω λάδια (κάτι), πολτοποιώ
κάτι: «χτύπησε με τέτοια δύναμη το κεφάλι στον τοίχο, που το ’κανε λιάδα»·
- τα
κάνω λιάδα, καταστρέφω τα πάντα, ιδίως σε ένα κλειστό χώρο: «κάποια στιγμή
εκνευρίστηκε τόσο που τα ’κανε λιάδα μέσ’ στο μαγαζί»·
- τον
κάνω λιάδα, τον μεθώ υπερβολικά με ποτό ή ναρκωτικό, τον κάνω να μην ξέρει
τι του γίνεται από το μεθύσι: «του ’δωσα τόσο πολύ να πιει που τον έκανα
λιάδα». Για συνών. βλ. φρ. τον κάνω φέσι, λ. φέσι.