αμπάριζα,
η, ουσ. [ίσως
από το αλβαν. ambarese], είδος παιδικού παιχνιδιού που παίζεται στο ύπαιθρο από
δυο ομάδες παιδιών και η μια ομάδα προσπαθεί να αιχμαλωτίσει την άλλη: «τα
παιδιά της γειτονιάς έπαιζαν αμπάριζα στην αλάνα». Συνών. σκλαβάκια·
- παίρνω
αμπάριζα, α. συγκεντρώνομαι για να προβώ σε μια δυναμική ή
εντυπωσιακή ενέργεια: «για δες, το φίλο σου που παίρνει αμπάριζα να βγει στην
πίστα!». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ μια τέτοια νύχτα τη λαχτάριζα· φτου, κι απ’
την αρχή, και παίρνω αμπάριζα!). β. παρασέρνω και ανατρέπω
ό,τι βρίσκεται στο πέρασμά μου: «πάνω στη βιασύνη του να φύγει, πήρε αμπάριζα
τραπεζάκια και ανθρώπους». γ. επισκέπτομαι διαδοχικά όλα τα γνωστά μου
στέκια για να βρω κάποιον ή κάτι: «για να τον βρω, πήρα αμπάριζα όλα τα
μπαράκια του κέντρου || για να βρω τ’ ανταλλακτικό που χρειαζόμουν, πήρα
αμπάριζα όλα τα μαγαζιά που πουλούν μεταχειρισμένα ανταλλακτικά». Συνών. παίρνω
μπάλα / παίρνω σβάρνα·
- παίρνω
αμπάριζα και βγαίνω, προβαίνω σε μια δυναμική, σε μια εντυπωσιακή ενέργεια
με όλες μου τις δυνάμεις: «επειδή κατηγορούσε το φίλο μου, πήρα αμπάριζα και
βγήκα και τον έσπασα στο ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: παίρνω αμπάριζα και
βγαίνω και τις βόλτες μου θα φέρνω)·
- τον
παίρνω αμπάριζα, α. τον παρασέρνω στο πέρασμά μου και τον ανατρέπω
και, κατ’ επέκταση, τον κυνηγώ, τον καταδιώκω, τον νικώ, τον κατανικώ: «μόλις
αγρίεψε ο δικός σου για τις βλακείες που έλεγε ο άλλος, τον πήρε αμπάριζα μέχρι
να πεις κύμινο». β. μιλώ ακατάπαυστα σε κάποιον, δεν τον αφήνω να
αρθρώσει λέξη, μονοπωλώ το χρόνο του: «με πήρε αμπάριζα με τα προβλήματά του
και δε μ’ άφησε να πω κουβέντα». γ. του επιτίθεμαι με λόγια
επιπλήττοντάς τον αυστηρά: «μόλις τον είδε, τον πήρε αμπάριζα και τον στόλισε
από πάνω μέχρι κάτω». Συνών. τον παίρνω σβάρνα·
- τους
παίρνω αμπάριζα, α. τους κυνηγώ, τους διασκορπίζω: «η αστυνομία τους
πήρε αμπάριζα και οι διαδηλωτές σκορπίστηκαν στους γύρω δρόμους». β.
κουτσομπολεύω έναν έναν όλους τους γνωστούς του κύκλου μου: «μόλις ανοίξει το
στόμα του, τους παίρνει όλους αμπάριζα και βγάζει τ’ άπλυτά τους στη φόρα». γ.
επισκέπτομαι κάποιους διαδοχικά ζητώντας ή επιδιώκοντας κάτι: «μια και ήταν
φίλοι μου, τους πήρα αμπάριζα όλους, μήπως και με βόλευαν σε καμιά δουλειά».
Συνών. τους παίρνω σβάρνα.