λέσχη,
η, ουσ.
[<αρχ. λέσχη]. 1. ομάδα ατόμων της ίδιας επαγγελματικής ή κοινωνικής
τάξης με κοινά ενδιαφέροντα ή συμφέροντα, καθώς και ο χώρος, το εντευκτήριο στο
οποίο συγκεντρώνονται για να συζητήσουν ή να ψυχαγωγηθούν: «κυνηγετική λέσχη ||
ποδηλατική λέσχη || τρώει στη λέσχη αξιωματικών || τρώει στη φοιτητική λέσχη». 2.
χώρος, διαμέρισμα ή μαγαζί που χρησιμοποιείται νόμιμα για χαρτοπαιξία: «κάθε
βράδυ πηγαίνει στη λέσχη και παίζει χαρτιά». (Λαϊκό τραγούδι: στις λέσχες
και στα καμπαρέ πέρναγε η μπογιά μου και με το ζόρι, μάγκα μου, τραβούσα τα
λεφτά μου)·
-
κλειστή λέσχη, που
έχει περιορισμένο αριθμό μελών και δεν επιτρέπεται η εγγραφή νέων: «δεν μπορεί
να μπει ο καθένας μέσα, γιατί είναι κλειστή λέσχη».