αμπάρι,
το, ουσ.
[<τουρκ. ambar <περσ. anbar], το αμπάρι· ειδικός χώρος κάτω
από το πάτωμα του ισογείου, ιδίως χωριάτικου σπιτιού, που χρησιμεύει για
αποθήκη διάφορων καρπών, ιδίως σιτηρών»·
- είναι
άδεια τ’ αμπάρια, δεν έχω χρήματα, περνώ φτωχική ζωή: «απ’ τη μέρα που
’παθε το στραπάτσο στη δουλειά, είναι άδεια τ’ αμπάρια του»·
- είναι
γεμάτα τ’ αμπάρια, έχω χρήματα, περνώ πλούσια ζωή: «μη στενοχωριέσαι γι’
αυτόν, γιατί μια ζωή είναι με τ’ αμπάρια γεμάτα»·
- έχει
καρδιά αμπάρι, βλ. λ. καρδιά·
- έχω
άδεια τ’ αμπάρια, βλ. φρ. είναι άδεια τ’ αμπάρια·
- έχω
γεμάτα τ’ αμπάρια, βλ.
φρ. είναι γεμάτα τ’ αμπάρια.