λεπτό
κ. λεφτό, το,
ουσ. [<μτγν. λεπτόν], το λεπτό. (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- από
λεπτό σε λεπτό, πάρα πολύ σύντομα, χωρίς να γνωρίζουμε όμως πότε ακριβώς:
«τον περιμένω να ’ρθει από λεπτό σε λεπτό»·
- δυο
λεπτά, βλ. φρ. μισό λεπτό·
- ένα
λεπτό, βλ. φρ. μισό λεπτό·
- ενός
λεπτού δουλειά, χίλια χρόνια ανεμελιά, βλ. λ. δουλειά·
- ενός
λεπτού σιγή, βλ. λ. σιγή·
- κλέβω
δυο (τρία, πέντε κ.λπ.) λεπτά (από κάπου), διαθέτω λίγο χρόνο για να
ασχοληθώ με κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι το αντικείμενο της εργασίας
μου, διακόπτω προς στιγμή αυτό που κάνω για να ασχοληθώ με κάτι άλλο: «θέλετε
να πιστέψω πως δεν μπορεί να κλέψει δυο λεπτά για να μου μιλήσει στο τηλέφωνο;»·
- μισό
λεπτό, α. πολύ μικρή χρονική παράταση που ζητάει κάποιος, ύστερα από
την οποία θα κάνει κάτι ή αυτό που του ζητάμε: «θα με βοηθήσεις να μετακινήσω
αυτό το μπαούλο; -Μισό λεπτό». β. δηλώνει πολύ μικρό χρονικό διάστημα:
«άκουσέ με μισό λεπτό κι ύστερα κάνεις ό,τι νομίζεις»·
- ούτε
λεπτό, α. δηλώνει πάρα πολύ μικρό χρονικό διάστημα: «δεν έχει ούτε
λεπτό που έφυγε». β. ούτε για πολύ μικρό χρονικό διάστημα, καθόλου: «δεν
κάθομαι ούτε λεπτό, γιατί βιάζομαι»·
- πέντε
λεπτά, δηλώνει μικρό χρονικό διάστημα: «δε θ’ αργήσουμε πολύ, γιατί σε
πέντε λεπτά θα ’μαστε στο σημείο του ραντεβού μας»·
- στο
λεπτό, αμέσως, αστραπιαία: «πήγε κι ήρθε στο λεπτό || τέλειωσε τη δουλειά
του στο λεπτό». (Λαϊκό τραγούδι: όλα θα γίνουνε δικά σου στο λεπτό μ’
ένα σ’ αγαπώ // ένας μάγκας στον Βοτανικό πι και φι ξηγιέται στο λεφτό)·
- χωρίς
να χάνει λεπτό ή χωρίς να χάσει λεπτό, χωρίς την παραμικρή
καθυστέρηση, αμέσως, ευθύς: «μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό, χωρίς να χάσει
λεπτό έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά». Συνών. χωρίς να χάνει καιρό ή χωρίς
να χάσει καιρό / χωρίς να χάνει στιγμή ή χωρίς να χάσει στιγμή / χωρίς
να χάνει χρόνο ή χωρίς να χάσει χρόνο / χωρίς να χάνει ώρα ή χωρίς
να χάσει ώρα.