λεπίδι,
το, ουσ.
[<μτγν. λεπίδιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. λεπίς], το λεπίδι· κοφτερό μαχαίρι:
«τράβηξε το λεπίδι του και τον πήρε στο κυνήγι»·
- έπεσε
λεπίδι, επιβλήθηκαν αυστηρές τιμωρίες ή μαζικές απολύσεις: «μόλις ανέλαβε η
καινούρια κυβέρνηση, έπεσε λεπίδι στο δημοσιοϋπαλληλικό κλάδο». Συνήθως, για μεγαλύτερη
έμφαση, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί η λ. άγριο·
- τον
πέρασε από λεπίδι, τον
έσφαξε: «του την έστησε ένα βράδυ σ’ ένα στενό και τον πέρασε από λεπίδι»·
- τους
πέρασαν από λεπίδι, δηλώνει ομαδική σφαγή: «όλους τους αιχμαλώτους τους
πέρασαν από λεπίδι».