Λεμπέτι
κ. Λεμπέτ, το,
άκλ. [ίσως από το γαλλ. (les bêtes = ζώα)], ομώνυμο ψυχιατρείο, που βρισκόταν
μέχρι τη δεκαετία του 1960 στη δυτική περιοχή της Θεσσαλονίκης και, κατ’
επέκταση, το τρελοκομείο. Η ονομασία του ψυχιατρείου ίσως να προέρχεται από το
ότι, κατά τη διάρκεια του Α΄ παγκοσμίου πολέμου, ο γαλλικός στρατός στάβλιζε τα
άλογά του σε κείνη την περιοχή·
- είναι
για το Λεμπέτι, είναι τόσο τρελός, που πρέπει να κλειστεί στο ψυχιατρείο: «αυτός
ο άνθρωπος είναι για το Λεμπέτ». Συνών. είναι για το Δαφνί·
- τον
έστειλε στο Λεμπέτι, τον
τρέλανε: «ήταν τόσο στριμμένη γυναίκα, που στο τέλος τον έστειλε στο Λεμπέτι το
φουκαρά». Συνών. τον έστειλε στο Δαφνί.