λεμόνι
κ. λεϊμόνι,
το, ουσ. [<μσν. λεμόνιον <ιταλ. limone <περσ. limun], το λεμόνι.
Υποκορ. λεμονάκι κ. λεϊμονάκι, το (βλ. λ.)·
- εγώ
στο ξίδι κι εσύ στο λεμόνι, βλ. λ. ξίδι.
- έγινε
κίτρινος σαν λεμόνι ή έγινε κίτρινος σαν το λεμόνι, χλόμιασε
υπερβολικά, το πρόσωπό του πήρε κίτρινη όψη είτε λόγω κάποιας ξαφνικής
αδιαθεσίας είτε λόγω υπερβολικού φόβου είτε λόγω απώλειας της αυτοκυριαρχίας
του: «ξαφνικά, εκεί που ήταν μια χαρά, ίδρωσε κι έγινε κίτρινος σαν λεμόνι ||
με το που σήκωσε το χέρι του ο άλλος να τον χτυπήσει, δεν αντέδρασε καθόλου κι
έγινε κίτρινος σαν το λεμόνι || γιατί έγινες κίτρινος σαν λεμόνι, τι σου είπα ο
καημένος!»·
- έγινε
σαν λεμόνι ή έγινε σαν το λεμόνι, βλ. φρ. έγινε κίτρινος σαν
λεμόνι ή έγινε κίτρινος σαν το λεμόνι·
-
κιτρίνισε σαν λεμόνι ή
κιτρίνισε σαν το λεμόνι, βλ. φρ. έγινε κίτρινος σαν λεμόνι·
- μείναμε
μόνοι σαν το λεμόνι, έκφραση απελπισίας ή πικρίας, ιδίως ηλικιωμένου
ζευγαριού: «τα παιδιά μας παντρεύτηκαν, άνοιξαν δικά τους σπίτια κι εμείς μείναμε
μόνοι σαν το λεμόνι». Από το ότι η νοικοκυρά έχει το λεμόνι ξέχωρα από τα άλλα
τρόφιμα·
- τον
έστυψε σαν λεμόνι ή τον έστυψε σαν το λεμόνι, βλ. συνηθέστ. τον
έστυψε σαν λεμονόκουπα·
- τον
πέταξε σαν στυμμένο λεμόνι ή τον πέταξε σαν το στυμμένο λεμόνι, βλ.
συνηθέστ. τον πέταξε σαν στυμμένη λεμονόκουπα, λ. λεμονόκουπα.