λέγομαι,
ρ. [<λέγω]. 1.
ονομάζομαι. Οι πιο παλιοί θα θυμούνται την ηλίθια φρ. που απηύθυναν οι ανώτεροι
προς τους κατώτερους στο στρατό: είσαι ο... και λέγεσαι(;). 2.
θεωρούμαι, περνιέμαι: «εσύ είσαι που λέγεσαι για θαρραλέος;». 3.
(απρόσ.)λέγεται,διαδίδεται, θρυλείται, φημολογείται:
«λέγεται πως θα έχουμε υποτίμηση του ευρώ». (Ακολουθούν 13 φρ.)·
- αυτό
να λέγεται, βλ. λ. αυτός·
- δε
λέγεται ή που δε λέγεται, δηλώνει τόσο μεγάλη ένταση ή ποσότητα, που
είναι αδύνατο να περιγραφεί με λόγια: «περάσαμε τόσο καλά, που δε λέγεται ||
έγινε τέτοια φασαρία, που δε λέγεται || ξαφνικά ακούστηκε ένας θόρυβος, που δε
λέγεται || ήταν τόσος πολύ κόσμος μαζεμένος, που δε λέγεται || έριχνε τέτοια
βροχή, που δε λέγεται». (Λαϊκό τραγούδι: πήρε φωτιά μια καρδιά, καίγεται κι
ο καημός δε λέγεται)·
- η
αλήθεια να λέγεται, βλ. λ. αλήθεια·
- κατά
πώς λέγεται, σύμφωνα με αυτά που λέγονται, που διαδίδονται: «κατά πώς
λέγεται, θα έχουμε σύντομα εκλογές»·
- λόγος
είναι και λέγεται, βλ. λ. λόγος·
- ούτε
να λέγεται! α. έκφραση που δηλώνει κατηγορηματική άρνηση ή κατάφαση:
«θα τον βοηθήσεις, έτσι δεν είναι; -Ούτε να λέγεται!», δηλ. βεβαίως και δε θα
τον βοηθήσω ή βεβαίως και θα τον βοηθήσω. β. είναι σίγουρο, είναι
αδιαμφισβήτητο: «για τη νοικοκυροσύνη της, ούτε να λέγεται, αλλά σαν μάνα
απέτυχε»·
- πολλά
λέγονται, βλ. φρ. πολλά λέγονται κι ακούγονται·
-
πολλά λέγονται κι ακούγονται, γίνονται
πολλά σχόλια για κάτι, σχολιάζεται ευρέως και ποικιλοτρόπως κάτι: «πολλά
λέγονται κι ακούγονται, για το ποια στάση θα κρατήσει κατά την ψηφοφορία στη
Βουλή, ο τάδε βουλευτής της συμπολιτεύσεως»·
- το
καλό να λέγεται, βλ. λ. καλός·
- το
σωστό να λέγεται, βλ. λ. σωστός·
- το
τι γίνεται δε λέγεται, βλ. λ. γίνομαι·
- το
τι σου σέρνει δε λέγεται, βλ. λ. σέρνω·
- το
ωραίο να λέγεται, βλ. λ. ωραίος.