αμπαλάζ,
το, άκλ. ουσ.
[<γαλλ. emballage]. 1α. η συσκευασία, η τακτοποίηση πραγμάτων, ιδίως
εμπορευμάτων σε δέμα ή κιβώτιο για μεταφορά: «μόλις τελειώσεις το αμπαλάζ,
ειδοποίησε να ’ρθει το φορτηγό». β. οτιδήποτε, πράγμα ή εμπόρευμα είναι
συσκευασμένο σε δέμα για μεταφορά: «τι περιέχει αυτό το αμπαλάζ;». 2. πολυτελής
συσκευασία με ειδικό χαρτί ή ειδικό πακέτο, όταν πρόκειται για δώρο: «θέλω να
κάνετε ένα προσεγμένο αμπαλάζ, γιατί το ρολόι πρόκειται να το κάνω δώρο στη
μνηστή μου»·
- κάνω
αμπαλάζ, βλ. λ. αμπαλάρω·
- τον
κάνω αμπαλάζ, κάνω κάποιον ό,τι θέλω, είναι του χεριού μου, τον κατανικώ:
«μόλις του ’βρισε τη μάνα, τον άρπαξε στα χέρια του και τον έκανε αμπαλάζ». Από
την εικόνα του ατόμου που χρησιμοποιεί όπως αυτός θέλει ένα πράγμα για να το
συσκευάσει.