λαχείο,
το, ουσ. [νεότ.
λαχείον, από το θέμα λαχ- του ρ. λαγχάνω + κατάλ. -είον], το λαχείο. 1.
απρόβλεπτο κέρδος: «αυτά τα λεφτά που πήρα απ’ την κληρονομιά ήταν λαχείο για
μένα». 2α. απρόβλεπτη κατάσταση που μας ωφελεί ή μας συμφέρει: «αυτή η
δουλειά ήταν λαχείο για μένα». Από το ότι δεν μπορεί να προβλέψει κάποιος, όταν
αγοράζει ένα λαχείο, αν θα κερδίσει. β. λέγεται και με αρνητική διάθεση:
«το Σαββατοκύριακο θα έχω την πεθερά μου στο σπίτι. -Ωραίο λαχείο!». (Λαϊκό
τραγούδι: δεν έχει, βρε παιδιά, αχ, πιο βαρύ φορτίο, από την πεθερά
χειρότερο λαχείο). 3. απρόβλεπτο εύρημα: «με την πείνα που
είχα, το πορτοφόλι που βρήκα στο δρόμο ήταν για μένα λαχείο». (Λαϊκό τραγούδι: τη
γόπα την εγλέπαμε σα να ’τανε λαχείο κι όταν την εφουμέρναμε ντουγρού
για το κουρείο). 4. υπόθεση που η καλή έκβασή της καθορίζεται σε
μεγάλο ποσοστό από την τύχη: «πήρα μια δουλειά που είναι λαχείο, γιατί δεν ξέρω
αν θα κερδίσω απ’ αυτή ή όχι». Από το ότι, όταν αγοράζει κάποιος ένα λαχείο,
δεν ξέρει αν θα κερδίσει. (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- βρήκα
λαχείο, βλ. συνηθέστ. μου ’ρθε λαχείο. (Λαϊκό τραγούδι: όλο την
κυρά μας κάνεις, ξέρω τη δουλειά που κάνεις, ψάχνεις για να βρεις λαχείο,
έλα Μάρω μου στο θείο)·
- είναι
λαχείο, βλ. φρ. είναι λαχνός, λ. λαχνός·
- κλήρωσαν
τα λαχεία, αποφασίστηκε ή πραγματοποιήθηκε κάτι τελεσίδικα: «τώρα που
αποφάσισες να δουλέψεις, κλήρωσαν τα λαχεία, γιατί τη δώσαμε σε άλλον τη
δουλειά». Από το ότι, όταν κληρωθούν τα λαχεία, λήγει και η περίοδος πώλησής
τους·
- μου
’πεσε λαχείο, α. (ειρωνικά) έκφραση απογοήτευσης για την αποτυχημένη
εκλογή του ερωτικού μας συντρόφου ή για την αποτυχημένη εκλογή ατόμου για τη
διεκπεραίωση κάποια δουλειάς ή υπόθεσής μας: «μου ’πεσε λαχείο μια γκόμενα, που
δεν μπορώ να τη συμμαζέψω απ’ τα ξενυχτάδικα || μου ’πεσε λαχείο ένας λογιστής,
που σίγουρα θα με στείλει φυλακή». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ άφησες μ’ άφησες με
την ψυχή στο στόμα κι όμως σ’ αγαπώ εγώ ακόμα· η φωτιά που μ’ άναψες δε σβήνει·
μου ’πεσες λαχείο·τι να γίνει;). β. (για υποθέσεις ή
καταστάσεις) όπως διαμορφώθηκε, με ευνοεί, με εξυπηρετεί, με συμφέρει απόλυτα:
«η συνταξιοδότηση του ανταγωνιστή μου, μου ’πεσε λαχείο». (Λαϊκό τραγούδι: για
κοίταξε, βρε πλάση, και τώρα δώσε βάση, αν έχω στο κορίτσι όξω πέσει· είναι
στις χίλιες πρώτη, και ρώτα και το Χιώτη· θαρρείς και το λαχείο μου ’χει
πέσει)· βλ. και φρ. μου ’ρθε λαχείο·
- μου
’πεσε το λαχείο, κέρδισα το λαχείο και, κατ’ επέκταση, τα χρήματα που αυτό
απονέμει: «όταν μου ’πεσε το λαχείο πριν από πέντε χρόνια, για ένα διάστημα
τρελάθηκα στα ταξίδια». Είναι γνωστό βέβαια το λογοπαίγνιο: αν σου πέσει το
λαχείο, τι θα κάνεις; -Θα σκύψω να το πάρω·
- μου
’πεσε το πρώτο λαχείο, βλ.
φρ. πήρα το πρώτο λαχείο·
- μου
’ρθε λαχείο, (για υποθέσεις ή καταστάσεις) όπως διαμορφώθηκε, με ευνοεί, με
εξυπηρετεί, με συμφέρει απόλυτα: «με τη φτώχεια που περνούσα, φίλε μου, αυτή η
κληρονομιά μου ’ρθε λαχείο!». (Λαϊκό τραγούδι: μπρος στον Άγιο Σπυρίδωνα,
κοντά στο δημαρχείο, μια νοστιμούλα γνώρισα που μου ’ρθε σα λαχείο).
Συνών. μου ’ρθε αλφάδι / μου ’ρθε γάντι / μου ’ρθε καλούπι / μου
’ρθε καπάκι / μου ’ρθε κουστούμι / μου ’ρθε κουτί·
- ο
γάμος είναι λαχείο, βλ. λ. γάμος·
- ο
Εβραίος παίζει λαχείο κι όχι λαχεία, βλ. λ. Εβραίος·
- παίζω
λαχεία, είμαι μανιώδης παίχτης του τυχερού αυτού παιχνιδιού: «είναι δέκα
χρόνια που παίζω λαχεία, αλλά μέχρι σήμερα δεν κέρδισα τίποτα»·
- πήρα
το (πρώτο) λαχείο, κέρδισα τον πρώτο αριθμό του λαχείου, μου ’πεσε ο πρώτος
αριθμός: «είμαι πολύ τυχερός, γιατί, τη στιγμή που βρισκόμουν σε απελπιστική
θέση, πήρα το πρώτο λαχείο και γλίτωσα». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα που πήρα
το πρώτο λαχείο τις τετρακόσιες χιλιάδες μετρητά, τώρα θα δείτε πώς
γλεντούνε μεγαλείο και πώς μασάνε τις χήνες μια φορά)·
- την
έκανα λαχείο, α. (στη νεοαργκό) θύμωσα πάρα πολύ, εξοργίστηκα,
εξαγριώθηκα και αντέδρασα βίαια: «μόλις τον είδα να κοροϊδεύει γέρο άνθρωπο,
την έκανα λαχείο και τον έσπασα στο ξύλο». Συνών. άναψαν τα λαμπάκια μου / βάρεσα
βαλβίδα / τα πήρα στο εθνόσημο / τα πήρα στο κεφάλι / τα πήρα στο κρανίο / τα
πήρα στο φάρο / τα πήρα στον εγκέφαλο / την έκανα λάμπα / την έκανα λώλα (α) /
την έκανα τζαζ (α) / την έκανα τζαζ μπαντ. β.αισθάνομαι
απόλυτη ευχαρίστηση, απόλυτη ικανοποίηση: «γνώρισα μια γκομενάρα χτες βράδυ και
την έκανα λαχείο». Από την εικόνα του ατόμου που κέρδισε το λαχείο και νιώθει
πολύ χαρούμενος. Συνών. την έκανα λώλα (β) / την έκανα τζαζ (β).