λαχανόφυλλο,
το, ουσ.
[<λάχανο + φύλλο], το λαχανόφυλλο. 1. (στη γλώσσα της αργκό)
χαρτονόμισμα που κατάντησε να μην έχει αξία: «το εικοσάευρω σήμερα κατάντησε
λαχανόφυλλο». 2. χαρτονόμισμα αξίας που ξοδεύεται απερίσκεπτα: «ξόδευε
τα πεντακοσάρικα σαν λαχανόφυλλα». Από το ότι η νοικοκυρά, όταν θέλει να κάνει
σαλάτα από λάχανο ή, όταν βράζει το λάχανο για φαγητό, πετάει τα πρώτα φύλλα
του με μεγάλη ευκολία·
- δεν
τρώω λαχανόφυλλα ή δεν τρώμε λαχανόφυλλα, βλ. φρ. δεν τρώω λάχανα
ή δεν τρώμε λάχανα, λ. λάχανο·
- τρώει
λαχανόφυλλα, βλ. φρ. τρώει λάχανα, λ. λάχανο.