λάσπη,
η, ουσ.
[<μσν. λάσπη], η λάσπη. 1. (υποτιμητικά) οτιδήποτε μοιάζει με λάσπη,
η πολτώδης μάζα: «έγινε λάσπη το φαγητό». 2. άτομο χωρίς την παραμικρή
ενεργητικότητα: «πολύ λάσπη ο τάδε που μου σύστησες!». 3. κατάσταση
ηθικής κατάπτωσης, ο ηθικός βόρβορος, ο ηθικός βούρκος: «δεν ακούει τις
συμβουλές κανενός, γιατί έχει μάθει στη λάσπη». 4. η βρομερή κατηγορία,
η συκοφαντία: «λάσπη από δω, λάσπη από κει, κοντεύει να τρελαθεί ο άνθρωπος!».
(Ακολουθούν 18 φρ.)·
- απ’
τον καιρό που βγήκαν οι λάσπες, βλ. λ. καιρός·
- βγαίνω
απ’ τη λάσπη, α. αποκτώ ξανά την οικονομική μου ευρωστία, ξελασπώνω:
«έπεσε έξω στην πρώτη του δουλειά, αλλά δούλεψε σαν τον είλωτα και κατάφερε να
βγει απ’ τη λάσπη». β. συνέρχομαι από τις καταχρήσεις, εγκαταλείπω τη βρόμικη,
τη διεφθαρμένη ζωή: «ήταν χρόνια στην πρέζα, αλλά τα κατάφερε και βγήκε απ’ τη
λάσπη»·
- γίνομαι
λάσπη, μεθώ υπερβολικά από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το
μεθύσι: «πήγαμε να πιούμε κάνα δυο ποτηράκια και στο τέλος γίναμε λάσπη». Για
συνών. βλ. φρ. γίνομαι φέσι, λ. φέσι·
- έγινε
λάσπη η δουλειά ή η δουλειά έγινε λάσπη, βλ. λ. δουλειά·
- είμαι
λάσπη, είμαι πολύ μεθυσμένος από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω τι μου γίνεται
από το μεθύσι: «θέλω να με πας μέχρι το σπίτι, γιατί ήπια αρκετά και είμαι
λάσπη». Για συνών. βλ. φρ. γίνομαι φέσι, λ. φέσι·
- έκανα
λάσπη τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κόβω
λάσπη ή το κόβω λάσπη, εξαφανίζομαι από ένα μέρος τρέχοντας, αποχωρώ
από κάπου γρήγορα, γιατί προμηνύεται κάποιο κακό: «μόλις τον είδα να στρίβει
απ’ τη γωνία, το έκοψα λάσπη, γιατί του χρωστάω ένα σωρό λεφτά || κατάλαβα
νωρίς ότι είναι σκέτη απάτη η δουλειά κι έκοψα λάσπη»·
- κόβε
λάσπη! ή κόψε λάσπη! (απειλητικά ή προειδοποιητικά) φύγε,
απομακρύνσου, γιατί προμηνύεται κάποιο κακό: «κόψε λάσπη, γιατί, απ’ ό,τι
βλέπω, θ’ αγριέψουν τα πράγματα!»·
- κυλίστηκε
σαν γουρούνι στη λάσπη ή κυλίστηκε σαν το γουρούνι στη λάσπη, βλ. λ. γουρούνι·
- κυλώ
στη λάσπη ή κυλιέμαι στη λάσπη, διαφθείρομαι εντελώς, ξεπέφτω στην
έσχατη διαφθορά: «ήταν καλό παιδί, αλλά έμπλεξε με κακές παρέες και κύλησε στη
λάσπη || έμπλεξε με τους ναρκομανείς και κυλίστηκε στη λάσπη»·
- όποιος
δε βλέπει πού πατεί, στις λάσπες θε να πέσει, όποιος δεν προσέχει τις
συναναστροφές του, τις ενέργειές του, βγαίνει συνήθως ζημιωμένος. Συνών. όποιος
τη νύχτα περπατεί, κάτουρα και σκατά πατεί·
- όταν
ξεραθεί η λάσπη θα πέσει, με την πάροδο του χρόνου θα αποκαλυφθεί η
συκοφαντία και θα αποδοθεί δικαιοσύνη: «θ’ αντέξω σ’ όλες τις κατηγορίες που
μου αποδίδουν, γιατί όταν ξεραθεί η λάσπη θα πέσει»·
- πετώ
λάσπη, βλ. φρ. ρίχνω λάσπη·
- πόλεμος
λάσπης, βλ. λ. πόλεμος·
-
ρίχνω λάσπη, κατηγορώ,
συκοφαντώ κάποιον χωρίς να έχει κάνει κάτι κακό, αλλά μόνο και μόνο για να τον
σπιλώσω, λασπολογώ: «οι πολιτικοί αντίπαλοι ρίχνουν συνεχώς λάσπη ο ένας στον
άλλον»·
- ρίχνω
λάσπη στον ανεμιστήρα, βλ. λ. ανεμιστήρας·
- τον
κάνω λάσπη, τον μεθώ υπερβολικά με ποτό ή ναρκωτικό, τον κάνω να μην ξέρει
τι του γίνεται από το μεθύσι: «έλεγε πως ήταν γερό ποτήρι, αλλά, όταν καθίσαμε
να πιούμε, τον έκανα λάσπη». Για συνών. βλ. φρ. τον κάνω φέσι, λ. φέσι·
- του
κάνει πόλεμο λάσπης, βλ. λ. πόλεμος.