λάσκος,
-α, -ο, επίθ.
[<ιταλ. lasco]. 1. που είναι χαλαρός, χαλαρωμένος, ιδίως για σκοινί
που δεν είναι τεντωμένο: «μάζεψε λίγο το σκοινί, γιατί είναι λάσκο». 2.
που δε βρίσκεται σε εγρήγορση: «τον βρήκα λάσκο και του πήρα τα δανεικά που μου
χρειαζόταν». 3. που δεν είναι περιορισμένος, που είναι ελεύθερος: «το
σκυλί τριγύριζε λάσκο μέσα στην αυλή». Επίρρ. λάσκα (βλ. λ.)·
- αφήνω
λάσκο, χαλαρώνω, ελευθερώνω προσωρινά: «άφησε λάσκο λίγο σχοινί ακόμα ||
μην αφήνεις λάσκο το σκυλί, γιατί μπορεί να δαγκάσει κανέναν»·
- δίνω
λάσκο, βλ. συνηθέστ. αφήνω λάσκο·
- τον
αφήνω λάσκο, α.
δεν τον επιτηρώ
όπως πρέπει, χαλαρώνω την επίβλεψή μου επάνω του: «μόλις τον άφησα λίγο λάσκο,
μου την κοπάνησε». β. του αφήνω χρονικά περιθώρια, δεν είμαι πιεστικός
στις διορίες που του έχω θέσει: «τον άφησα λάσκο τρεις μήνες, μέχρι να μου
εξοφλήσει το δάνειο, κι αυτός με κοροϊδεύει κι από πάνω». γ. τον
ελευθερώνω προσωρινά: «τον άφησα για λίγο λάσκο να τρέξει μέσα στην καταπράσινη
πεδιάδα»·
- τον
έχω λάσκο, δεν τον επιβλέπω, δεν τον επιτηρώ όπως πρέπει: «αφού τον είχες
λάσκο, καλά έκανε και την κοπάνησε».