λαός,
ο, ουσ.
[<αρχ. λαός], ο λαός. 1. οι κατώτερες κοινωνικές τάξεις, που έχουν
μικρό εισόδημα και χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, ο κοσμάκης: «ο λαός υποφέρει απ’
τους δυσβάσταχτους φόρους». (Λαϊκό τραγούδι: όλοι το ίδιο είμαστε σε τούτον
τον κοσμάκη, γιατί όλοι έχουμε καρδιά, λαός και Κολωνάκι). 2.
πλήθος κόσμου: «είχε μαζευτεί πολύς λαός στη συγκέντρωση». (Ακολουθούν 13 φρ.)·
- άνθρωπος
του λαού, βλ. λ. άνθρωπος·
- Κάπα
Κάπα Ε, το κόμμα σου λαέ, βλ. λ. Κάπα Κάπα·
- κόσμος
και λαός! βλ. λ. κόσμος·
- Κου-κου-έ,
το κόμμα σου λαέ, βλ. λ. Κουκουέ·
- λαός
ενω-μέ-νος, ποτέ νικη-μέ-νος, πολιτικό ή εργατικό σύνθημα που ακούγεται σε
διάφορες πολιτικές ή εργατικές συγκεντρώσεις ή πορείες·
- λαός
με (χωρίς) μνήμη, βλ. λ. μνήμη·
- ο
λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει (η) δεξιά, αντιδεξιό
σύνθημα που ακούγεται στις διάφορες πολιτικές συγκεντρώσεις από τους πολέμιους
της δεξιάς·
- όταν
ο άρχοντας κλάνει, ο λαός το παρακάνει, βλ. λ. άρχοντας·
- παιδί
του λαού, βλ. λ. παιδί·
- συμβόλαιο
με το λαό, βλ. λ. συμβόλαιο·
- σώσον
Κύριε τον λαόν σου! βλ. λ. κύριος·
- τα
μπάνια του λαού, βλ. λ. μπάνιο·
- φονιάδες
των λαών, Αμε-ρι-κάνοι! βλ. λ. Αμερικανός·
- φωνή
λαού, οργή Θεού, βλ. λ. φωνή.