λάντζα,
η, ουσ.
[<βενετ. lanza <αγγλ. lunch]. 1. ιδιαίτερο δοχείο όπου πλένουν τα
μαγειρικά σκεύη, ιδίως στα εστιατόρια, και αυτό το ίδιο το πλύσιμο των
μαγειρικών σκευών: «ο τάδε είναι στη λάντζα και πλένει τα πιάτα || πάλι λάντζα
είχες;». 2. κάθε βαριά και άχαρη δουλειά: «σφίγγεται η καρδιά μου κάθε
φορά που πηγαίνω σ’ αυτή τη δουλειά, γιατί είναι σκέτη λάντζα»· βλ. και λ.
λάντσα·
- κάνω
τη λάντζα, α. πλένω τα πιάτα και τα άλλα μαγειρικά σκεύη: «μετά το φαγητό
η μητέρα μπήκε στην κουζίνα για να κάνει τη λάντζα». β. (στη γλώσσα της
αργκό) διευθετώ, τακτοποιώ δύσκολες υποθέσεις ή καταστάσεις, για τις οποίες δεν
είμαι υπεύθυνος: «δημιουργεί ο αδερφός του διάφορα προβλήματα στα κέντρα που
γλεντάει κι ύστερα τον φωνάζει να κάνει τη λάντζα». Από την εικόνα του
λαντζιέρη που πλένει τα πιάτα που λέρωσαν άλλοι τρώγοντας. γ. διευθετώ,
τακτοποιώ το δυσκολότερο μέρος μιας υπόθεσης ή μιας κατάστασης: «θ’ αλλάξω
τακτική, γιατί δεν είμαι μαλάκας εγώ να κάνω τη λάντζα κι ύστερα να ’ρχονται οι
άλλοι και να καρπώνονται τους κόπους μου». Από το ότι η δουλειά του λαντζιέρη
είναι πολύ κουραστική·
- πέφτω
στη λάντζα, (στη γλώσσα της αργκό) ξεπέφτω οικονομικά ή κοινωνικά: «απ’ τη
μέρα που έπεσε στη λάντζα, δεν τον κάνει κανένας παρέα». Από το ότι το να
δουλεύει κανείς στη λάντζα θεωρείται ξεπεσμός.