λάκκος,
ο, ουσ.
[<αρχ. λάκκος], ο λάκκος· ο τάφος: «μόλις έβαλαν τον πατέρα του στο λάκκο,
τότε μόνο κατάλαβε πως τον είχε χάσει για πάντα». (Ακολουθούν 31 φρ.)·
- ανοίγω
μόνος μου το λάκκο μου, βλ. φρ. σκάβω μόνος μου το λάκκο μου·
-
ανοίγω το λάκκο μου, βλ.
φρ. σκάβω το λάκκο μου·
- ανοίγω
το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια, βλ. φρ. σκάβω το λάκκο μου με τα
ίδια μου τα χέρια·
- ανοίγω
τον ίδιο μου το λάκκο, βλ. φρ. σκάβω τον ίδιο μου το λάκκο·
-
βρίσκομαι στο λάκκο, περνώ δύσκολη οικονομική ή ψυχολογική κατάσταση: «όταν
βρίσκομαι στο λάκκο, δε θέλω ούτε να βλέπω ούτε ν’ ακούω κανέναν»·
-
βρίσκομαι στο λάκκο με τα φίδια, α. βρίσκομαι σε οικτρή
οικονομική ή ψυχολογική κατάσταση: «μέρες τώρα δε μιλιέται, γιατί βρίσκεται στο
λάκκο με τα φίδια». β. περιστοιχίζομαι από αποβράσματα της κοινωνίας,
συναναστρέφομαι πολύ επικίνδυνους ανθρώπους, μεγάλους απατεώνες: «πολλές φορές
στη ζωή μου βρέθηκα στο λάκκο με τα φίδια κι ήμουν πολύ τυχερός που ξεπερνούσα την
κατάσταση ανώδυνα»·
- βρίσκομαι
στο λάκκο των λεόντων, βλ. συνηθέστ. βρίσκομαι στο λάκκο με τα φίδια. Αναφορά
στο Δανιήλ της Παλαιάς Διαθήκης·
- είμαι
στο λάκκο, βλ. φρ. βρίσκομαι στο λάκκο·
-
είμαι στο λάκκο με τα φίδια, βλ.
φρ. βρίσκομαι στο λάκκο με τα φίδια·
-
είμαι στο λάκκο των λεόντων, βλ.
φρ. βρίσκομαι στο λάκκο των λεόντων·
-
είναι με τα δυο πόδια (του) στο λάκκο, βλ. λ. πόδι·
- είναι
με το ένα πόδι (του) στο λάκκο, βλ. λ. πόδι·
- θα
σου ανοίξω το λάκκο, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε σκοτώσω και, κατ’
επέκταση, θα σε καταστρέψω: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σου ανοίξω το
λάκκο»·
- κάτι
λάκκο έχει η φάβα, βλ. συνηθέστ. κάποιο λάκκο έχει η φάβα·
- κάποιο
λάκκο έχει η φάβα, (ενν. για να πίνει τόσο λάδι), η δουλειά ή η υπόθεση
μπορεί να φαίνεται απλή ή τίμια, όμως κάτι ύποπτο συμβαίνει, που μπορεί να
κρύβει παγίδες ή να έχει συνέπειες: «για να δεχτεί τόσο εύκολα αυτός να
συμφωνήσει με τα λεγόμενά σου, κάποιο λάκκο έχει η φάβα»·
- μου
ανοίγει το λάκκο, βλ. φρ. μου σκάβει το λάκκο·
- μου
σκάβει το λάκκο, μηχανεύεται το κακό μου, την καταστροφή μου, με
υπονομεύει, προσπαθεί να με εξοντώσει οικονομικά, ηθικά ή ψυχολογικά: «είμαι
σίγουρος πως, επειδή με ζηλεύετε, κάποιος απ’ όλους σας μου σκάβει το λάκκο».
(Λαϊκό τραγούδι: φίλος και γυναίκα το λάκκο μου μου σκάψανε, με
κάψανε, αχ! με κάψανε!)·
- μπήκε
στο λάκκο, πέθανε: «αυτόν που ζητάς, μπήκε στο λάκκο πριν από ένα χρόνο»·
- μπροστά
σου απλώνει χαλιά, πίσω σου ανοίγει λάκκους, λέγεται για τους διπρόσωπους
που όταν είμαστε παρόντες προσποιούνται το φίλο ενώ μόλις αποχωρούμε
μηχανεύονται το κακό μας: «να προσέχεις τον τάδε γιατί, ενώ μπροστά σου απλώνει
χαλιά, πίσω σου ανοίγει λάκκους». Συνών. μπρος φίλος και πίσω σκύλος·
- όποιος
ανοίγει το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα, βλ. φρ. όποιος σκάβει
το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα·
-
όποιος σκάβει το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα, όποιος μηχανεύεται το κακό ή την
καταστροφή κάποιου, όποιος υπονομεύει κάποιον, πολλές φορές πέφτει ο ίδιος θύμα
των μηχανορραφιών του·
- πέφτω
σε λάκκο ή πέφτω στο λάκκο, α. κάνω λάθος σε κάτι και αντιμετωπίζω
σοβαρό πρόβλημα: «εδώ και καιρό έχω πέσει σε λάκκο και δεν μπορώ ακόμα να ξεμπλέξω».
β. αντιμετωπίζω δύσκολη οικονομική κατάσταση: «είναι σε μαύρα χάλια,
γιατί έπεσε στο λάκκο με την τελευταία δουλειά που επιχείρησε να κάνει»·
- πέφτω
στο λάκκο με τα φίδια, καταντώ να συναναστρέφομαι με αποβράσματα της
κοινωνίας, με πολύ επικίνδυνους ανθρώπους, με μεγάλους απατεώνες: «απ’ τη μέρα
που έπεσε στο λάκκο με τα φίδια, δεν τον θέλει κανένας στην παρέα του || απ’ τη
μέρα που έπεσε στο λάκκο με τα φίδια, καταστράφηκε»·
- πέφτω
στο λάκκο των λεόντων, βλ. συνηθέστ. πέφτω στο λάκκο με τα φίδια·
-
σκάβω μόνος μου τα λάκκο μου, βλ.
φρ. σκάβω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια·
-
σκάβω το λάκκο μου, βλ.
φρ. σκάβω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια·
- σκάβω το λάκκο μου με τα ίδια
μου τα χέρια, ενεργώ τόσο ανεύθυνα ή τόσο παράτολμα, που είναι σαν να
επιδιώκω την καταστροφή μου: «πρόσεξε καλά γιατί, αν συμφωνήσεις σ’ αυτή τη
δουλειά, είναι σαν να σκάβεις το λάκκο σου με τα ίδια σου τα χέρια»·
-
σκάβω τον ίδιο μου το λάκκο, βλ.
φρ. σκάβω το λάκκο μου με τα ίδια μου τα χέρια·
- τον
παράχωσαν στο λάκκο του, τον έθαψαν: «μόλις τον παράχωσαν στο λάκκο του,
τότε μόνο κατάλαβε πως τον είχε χάσει μια για πάντα»·
- του
ανοίγει το λάκκο, βλ. συνηθέστ. του σκάβει το λάκκο·
- του
σκάβει το λάκκο, μηχανεύεται το κακό του, την καταστροφή του, τον
υπονομεύει, προσπαθεί να τον εξοντώσει οικονομικά, ηθικά ή ψυχολογικά: «τον
πλησίασε μόνο και μόνο για να του σκάψει το λάκκο κι αυτός δεν παίρνει
μυρουδιά». (Λαϊκό τραγούδι: άλατης διαβολάκο, τ’ αφεντικά της κόλασης σου
σκάψανε το λάκκο).