αμόνι,
το, ουσ.
[<μσν. ἀμόνιν <μτγν. ἀκμόνιον, υποκορ. του αρχ. ἀκμων], το αμόνι·
- το
αμόνι του ήλιου, ερημική
έκταση όπου οι αχτίδες του ήλιου πέφτουν κάθετες και η θερμοκρασία είναι
αβάσταχτη: «όσοι επιχείρησαν να περάσουν απ’ το αμόνι του ήλιου δεν επέζησαν».