λακιρντί
κ. λακριντί,
το, άκλ. ουσ. [<τουρκ. lakirdi], φλύαρη συζήτηση, φλύαρη κουβέντα, η
φλυαρία: «μην του απευθύνεις το λόγο, γιατί θα σε πάρει κεφάλι με το λακιρντί
του || σταμάτα αυτό το λακιρντί, ρε παιδάκι μου, γιατί με πόνεσε το κεφάλι
μου!». (Λαϊκό τραγούδι: το σκότος και η φυλακή είναι μεγάλο λακριντί)·
- κάνω
λακιρντί, κουβεντιάζω με κάποιον μόνο και μόνο για να περάσει η ώρα μου,
φλυαρώ: «είχαμε καιρό μπροστά μας κι αρχίσαμε να κάνουμε λακιρντί»·
- μπρακ
λακιρντί, (στη γλώσσα της αργκό) πάψε, μη λες τίποτα, άσε τα λόγια, γιατί
είναι περιττά: «μπρακ λακιρντί, γιατί μας τα ’κανες μπαρντάκια!»·
- πιάνω
λακιρντί ή πιάνω το λακιρντί, κουβεντιάζω με κάποιον επί πολλή ώρα,
φλυαρώ: «είχαμε καιρό να τα πούμε, γι’ αυτό, μόλις συναντηθήκαμε, πιάσαμε το
λακιρντί»·
- την
πιάνω στο λακιρντί, πιάνω μια γυναίκα στην κουβέντα με σκοπό να την πείσω
να δημιουργήσει ερωτικές σχέσεις μαζί μου: «τη στρίμωξε στη γωνία και την
έπιασε στο λακιρντί»·
- τον
πιάνω στο λακιρντί, πιάνω κάποιον στην κουβέντα για να τον πείσω να με
βοηθήσει ή για να πετύχω κάποιον σκοπό μου: «τον έπιασε στο λακιρντί και δεν
τον άφηνε να φύγει, μέχρι που του πήρε τα δανεικά που χρειαζόταν».