λαιμά,
τα, ουσ. [από το
ουσ. λαιμός]. 1. οι αμυγδαλιές: «άνοιξε λίγο το στόμα σου να δω τα λαιμά
σου». 2. (στη γλώσσα των μηχανόβιων) τα χωνιά εισαγωγής των καρμπιρατέρ·
- έχω
λαιμά ή έχω τα λαιμά μου, πάσχω από αμυγδαλιές: «δεν πίνω κρύα
αναψυκτικά, γιατί έχω τα λαιμά μου».