λάδι,
το, ουσ. [<μσν.
(ἐ)λάδιν <μτγν. ἐλάδιον, υποκορ. του αρχ. ἔλαιον], το λάδι. 1.
λιπαντικό υγρό για μηχανές: «πρέπει ν’ αλλάξω τα λάδια της μηχανής || μετά το
τρακάρισμα των δυο αυτοκινήτων ο δρόμος ήταν γεμάτος λάδια». 2. υγρό για
την περιποίηση, αλλά κυρίως για την προστασία του δέρματος κατά τους
καλοκαιρινούς μήνες από τον ήλιο, το αντηλιακό: «μην παραλείψεις να βάλεις
λάδι, όταν κατεβείς στη θάλασσα, γιατί σήμερα καίει ο ήλιος». 3. η
ελαιογραφία: «στην έκθεσή του ο ζωγράφος παρουσίασε δέκα λάδια και δέκα
ακουαρέλες». Τέλος, το λάδι το χρησιμοποιούν οι ξεματιάστρες για να δουν αν
είναι κάποιος ματιασμένος. Αυτό επιτυγχάνεται ως εξής: παίρνουν ένα φλιτζανάκι
του καφέ ή ένα ποτήρι με νερό και, αφού πρώτα αναφέρουν το όνομα του
ενδιαφερόμενου, ρίχνουν μέσα μια σταγόνα λάδι. Αν η σταγόνα δε διαλυθεί μέσα
στο νερό, σημαίνει ότι το άτομο είναι ματιασμένο και αρχίζει η διαδικασία του
ξεματιάσματος. (Ακολουθούν 31 φρ.)·
- άναψαν
τα λάδια, είχα πολύ κοπιαστική πορεία, κουράστηκα πάρα πολύ περπατώντας:
«δεν ήξερα τη διεύθυνσή του και μέχρι να τον βρω άναψαν τα λάδια || μέχρι να
τελειώσω τη δουλειά άναψαν τα λάδια». Αναφορά στο λιπαντικό λάδι, ιδίως των
μηχανών των αυτοκινήτων που, όταν ζεσταθούν πολύ, δημιουργούν πρόβλημα στην
κίνηση του αυτοκινήτου·
- βάζω
λάδι στη φωτιά, βλ. συνηθέστ. ρίχνω λάδι στη φωτιά·
- βγάζει
(κι) απ’ την πέτρα λάδι, βλ. λ. πέτρα·
- βγαίνω
απάνω σαν το λάδι, τα βολεύω, τα καταφέρνω, επιπλέω παρ’ όλες τις δυσκολίες
που αντιμετωπίζω στη ζωή: «όποια δυσκολία κι αν του τύχει, βρίσκει πάντα τον
τρόπο να βγαίνει απάνω σαν το λάδι». (Λαϊκό τραγούδι: κι όταν όλες τις
στολίσει, έξυπνα πια θα φροντίσει, ώσπου να ’ρθει το βραδάκι η Λενιώ να βγει
λαδάκι).Από την εικόνα της σταγόνας του λαδιού που, όταν τη
ρίξουμε μέσα σε ένα ποτήρι με νερό, έρχεται και επιπλέει στην επιφάνειά του·
- βγαίνω
λάδι, καταφέρνω να αθωωθώ, αθωώνομαι ακόμη και όταν είμαι ένοχος: «έφερε
έναν ψευδομάρτυρα στη δίκη και βγήκε λάδι»·
- είναι
λάδι η θάλασσα ή η θάλασσα είναι λάδι, δεν ταράσσει τίποτε την
επιφάνειά της, είναι εντελώς ακύμαντη: «αν δεν είναι λάδι η θάλασσα, δεν
αποφασίζει να κάνει μπάνιο, γιατί φοβάται το κύμα»·
- είχε
λάδι (ενν. το καντήλι του), διέφυγε από σοβαρότατο κίνδυνο: «τράκαρε
μετωπικά με μια νταλίκα, αλλά είχε λάδι ο κωλόφαρδος, γιατί τη γλίτωσε μόνο με
μερικούς μώλωπες»·
- η
τέχνη θέλει μάστορα κι η φάβα θέλει λάδι, βλ. λ. τέχνη·
- κιούπι
με λάδι, βλ. λ. κιούπι·
- με
βγάζουν λάδι, με αθωώνουν ακόμη και όταν είμαι ένοχος: «λάδωσα ένα κάρο
κόσμο για να με βγάλουν λάδι στη δίκη»·
- μου
βγάζουν το λάδι, με καταβασανίζουν, με καταταλαιπωρούν, με πιέζουν
υπερβολικά: «μου ’βγαλαν το λάδι μέχρι να μου ξοφλήσουν το λογαριασμό || μου
βγάζουν το λάδι κάθε μέρα στη δουλειά»·
- μου
βγαίνει το λάδι, κουράζομαι, ταλαιπωρούμαι, εξαντλούμε υπερβολικά: «κάθε
μέρα μου βγαίνει το λάδι για να τα φέρω βόλτα». (Λαϊκό τραγούδι: μαύρα
μάτια, μέση αλφάδι μ’ έκανες να τρελαθώ μάγκα, μου ’βγαλες το λάδι και
μπορεί να σκοτωθώ)·
- να
σε κάψω Γιάννη να σ’ αλείψω λάδι να γιάνει, βλ. λ. Γιάννης·
- όσο
χορταίνει η φάβα από λάδι τόσο κι η γκαστρωμένη από χάδι, βλ. λ. γκαστρωμένη·
- πιες
λάδι κι έλα βράδυ, βλ. συνηθέστ. φάε λάδι κι έλα βράδυ·
- ρίχνω
λάδι στη φωτιά, με λόγια ή πράξεις αναζωπυρώνω, υποδαυλίζω άσχημη κατάσταση
ή παλιά έχθρα: «όταν είναι αυτοί οι δυο στην παρέα, δε θέλω να μιλάς για την
τάδε, που ήταν η αιτία του μαλώματός τους, γιατί ρίχνεις λάδι στη φωτιά».
(Λαϊκό τραγούδι: καίγομαι, καίγομαι, ρίξε κι άλλο λάδι στη φωτιά, καίγομαι,
καίγομαι, ρίξε με σε θάλασσα πλατιά)·
- σαν
να κλέβω λάδι απ’ την εκκλησία, λέγεται ειρωνικά όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι
με κάποιον σε τυχερό παιχνίδι (ιδίως χαρτιά ή τάβλι) και είμαστε κατά πολύ
ανώτεροι από αυτόν, ή, όταν αισθανόμαστε ηθική δέσμευση, ώστε να μην
ξευτελίσουμε τόσο απροκάλυπτα κάποιον: «αν παίξω τάβλι μαζί σου, είναι σαν να
κλέβω λάδι απ’ την εκκλησία»·
- σε
γάμο και ταξίδι μήτε λάδι μήτε ξίδι, βλ. λ. γάμος·
- σώθηκε
το λάδι του, βρίσκεται στα πρόθυρα του θανάτου ή πέθανε: «σώθηκε το λάδι
του και δεν πρόλαβε να δει αποκαταστημένα τα παιδιά του». Από την εικόνα του
καντηλιού που σβήνει, όταν τελειώσει το λάδι του·
- τέλειωσε
το λάδι του, βλ. συνηθέστ. σώθηκε το λάδι του·
- τον
βγάζω λάδι, καταφέρνω να τον αθωώσω, αν και είναι ένοχος: «δωροδόκησε τους
δικαστές ο πατέρας του και τον έβγαλαν λάδι»·
- του
βάζω λάδι, τον βαφτίζω: «αφού του ’βαλε λάδι τρελός νονός, περίμενες
προκοπή απ’ αυτόν τον άνθρωπο!»·
- του
βγάζω το λάδι, τον καταβασανίζω, τον καταταλαιπωρώ, τον πιέζω υπερβολικά:
«τον έχω στη δουλειά μου και κάθε μέρα του βγάζω το λάδι || αν δε του ’βγαζα το
λάδι, δε θα μου έδινε πίσω αυτά που μου χρωστούσε»·
- τραβώ
λάδι, αντλώ από δοχείο ή από βαρέλι: «πήρε την τρόμπα και τράβηξε λάδι απ’
το βαρέλι»·
- τσιγαρίζομαι
στο λάδι, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι: «έπεσε έξω στη δουλειά του και τώρα
τσιγαρίζεται στο λάδι»·
- τρεις
το λάδι, τρεις το ξίδι, βλ. φρ. τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, τρεις και
το λαδόξιδο. (Λαϊκό τραγούδι: και τεφτέρι και μολύβι τρεις το λάδι,
τρεις το ξίδι παρ’ εκτός απ’ την αγάπη έχουμε και το χασάπη)·
- τρεις
το λάδι, τρεις το ξίδι, τρεις και το λαδόξιδο, ειρωνική παρατήρηση για
εσφαλμένους λογαριασμούς, ιδίως στην περίπτωση εσφαλμένης μοιρασιάς, που
γίνεται από δόλο: «εμένα δεν μπορείς να με ξεγελάσεις, γιατί δε γίνεται τρεις
το λάδι, τρεις το ξίδι, τρεις και το λαδόξιδο»·
- τρεις
το λάδι, δυο το ξίδι, πέντε το λαδόξιδο ή τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι,
έξι το λαδόξιδο, ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που προσπαθεί να μας
εξαπατήσει, ιδίως σε κάποιο λογαριασμό ή σε κάποια μοιρασιά, όταν είναι
ολοφάνερο πώς πρέπει να γίνει ο λογαριασμός ή η μοιρασιά·
- φάε
λάδι κι έλα βράδυ, το υπονοούμενο στη φρ. είναι η ερωτική πράξη, γιατί το
λάδι θεωρείται ελιξίριο ή δυναμωτικό·
- χάνει
λάδια, πάσχει διανοητικά: «μην τον παίρνεις στα σοβαρά τον άνθρωπο, γιατί
χάνει λάδια». Από την εικόνα της μηχανής που, όταν χάνει λάδια, δουλεύει
προβληματικά·
- χοντρό
λάδι, παχύρρευστο λιπαντικό μηχανής: «χρησιμοποιώ για τη μηχανή τ’
αυτοκινήτου μου την τάδε μάρκα, που είναι χοντρό λάδι»·
- χύνω
λάδι στη φωτιά, βλ. συνηθέστ. ρίχνω λάδι στη φωτιά.