αμολάω
κ. αμολάρω κ.
αμολώ κ. μολάω κ. μολώ, ρ. [<ιταλ. ammollare (=
χαλαρώνω)]. 1. πετώ κάτι εναντίον κάποιου: «καθόταν στη γωνία κι
αμολούσε πέτρες σ’ όποιον περνούσε». (Λαϊκό τραγούδι: το θηλυκό σε μια
στιγμή, στην παραζάλη, μας αμολάει το βιτριόλι στο κεφάλι). 2.
(για άψυχα) αφήνω κάτι ελεύθερο χαλαρώνοντας ή απαλλάσσοντάς το από το δέσιμό
του, έτσι ώστε να ξετυλιχτεί ή να ανυψωθεί: «έλυσε τη βάρκα και την αμόλησε στο
πέλαγο || αμόλησε τον αετό του ψηλά στον ουρανό || αμόλησε το μπαλόνι του και
χάθηκε στα σύννεφα». (Λαϊκό τραγούδι: ένα μαυρομάνικο μαχαίρι είναι η αγάπη
σου, αμάν γιάλα, όταν το πετάς και δε με κόβει αμολάς το δάκρυ σου).
3α. (για έμψυχα) αφήνω να μου ξεφύγει, αφήνω ελεύθερο, ελευθερώνω:
«αμόλησε το σκυλί του και τους δάγκωσε». (Λαϊκό τραγούδι: βρε Πόπη, το
σκυλάκι σου να πιάσεις να το δέσεις, γιατί πολύ τ’ αμόλησες κι άσχημα θα
μπλέξεις // ετσάκωνε το χάρακα κι όλο με κοπανούσε, με μαύριζε απ’ τις ψιλές κι
ύστερα μ’ αμολούσε). β. φεύγω, εξαφανίζομαι: «όταν βλέπω
κίνδυνο, αμολάω κι έχω το κεφάλι μου ήσυχο». (Λαϊκό τραγούδι: για τα σένα,
βρε Μαρίκα, πάλι το μπελά μου βρήκα γιατί αμολάς τα βράδια και γυρνάς μ’
όλα τ’ αλάνια). 4α. στην προστακτ. αμόλα κ. μόλα, άφησε:
«αμόλα κι άλλο σχοινί». (Λαϊκό τραγούδι: πάντα στέκομαι στο βίντσι και
προσέχω τις γωνιές και φωνάζω βίρα-μόλα και μετρώ τις σαμπανιές).
β. άφησε ελεύθερο: «αμόλα το σκυλί στην αυλή». γ. φύγε, στρίβε,
απομακρύνσου: «αμόλα τώρα που δε σε προσέχει κανένας»· βλ. και λ. ξαμολάω.
(Ακολουθούν 37 φρ.)·
- αμόλα
καλούμπα! βλ. λ. καλούμπα·
- αμόλα
μελάνι! βλ. λ. μελάνι·
- αμόλα
τα, (προστακτικά ή απειλητικά) λέγε, μίλα, πες τα όλα, μαρτύρησέ τα: «αμόλα
τα με το καλό, πριν μεταχειριστώ βία»·
- αμόλα
τα (ενν. τα κάτουρά σου, τα κατουρλιά σου, τα κόπρανά σου, τα σκατά σου), κατούρησε,
χέσε: «αφού δεν μπορείς να κρατηθείς άλλο, αμόλα τα σ’ αυτή τη γωνία»·
- αμόλα
την, φύγε, στρίβε, απομακρύνσου, κοπάνησέ την: «τώρα που δε μας προσέχει
κανείς, αμόλα την»·
- αμόλα
την (ενν. την κλανιά σου, την πορδή σου), κλάσε: «μόλις αρχίσουν να
τραγουδάνε όλοι μαζί, αμόλα την για να μην ακουστεί»·
- αμόλα
τον, άφησέ τον ελεύθερο: «αφού ξέρεις πως είναι αθώος ο άνθρωπος, αμόλα τον
να πάει στην ευχή του Θεού!»·
- αμόλα
τον (ενν. τον πόρδο), κλάσε: «αμόλα τον τη στιγμή που θ’ αρχίσει να
δουλεύει το κομπρεσέρ, για να μην ακουστεί»·
- αμολάει
χειροβομβίδες, βλ. λ. χειροβομβίδα·
- αμολάω
αέρια, βλ. λ. αέρια·
- αμολάω
βρόμα, βλ. λ. βρόμα·
- αμολάω
έναν (ενν. πόρδο), κλάνω: «την ώρα που άρχισε ο θόρυβος, αμόλησα έναν και
δεν πήρε χαμπάρι κανείς»·
- αμολάω
καλούμπα, βλ. λ. καλούμπα·
- αμολάω
κοτσάνα ή αμολάω κοτσάνες, βλ. λ. κοτσάνα·
- αμολάω
λίγδα, βλ. λ. λίγδα·
- αμολάω
μελάνι, βλ. λ. μελάνι·
- αμολάω
μια (ενν. κλανιά, πορδή), κλάνω: «την ώρα που σηκωνόμουν, αμόλησα μια χωρίς
να το καταλάβω»·
- αμολάω
παραγάδι, βλ. λ. παραγάδι·
- αμολάω
ρουκέτα, βλ. λ. ρουκέτα·
-
αμολάω τα κλάματα, βλ. λ. κλάμα·
- αμολάω
τη γλώσσα μου, βλ. λ. γλώσσα·
- αμολάω
τορπίλα ή αμολάω την τορπίλα, βλ. λ. τορπίλα·
- αμόλησε
λυτούς και δεμένους, βλ. λ. λυτός·
- μου
την αμόλησε, ξέφυγε από την επίβλεψή μου κι έφυγε: «λίγο αφαιρέθηκα και μου
την αμόλησε ο άτιμος!». (Λαϊκό τραγούδι: κι εσύ μου την κοπάναγες και μου
την αμολούσες, το βράδυ το Γιωργάκη σου το ’παιρνες και γλεντούσες)·
- τ’
αμολάω, α. λέω, μιλώ, ομολογώ αυτά που γνωρίζω, προδίδω: «έφαγε τόσο
ξύλο στην Ασφάλεια, που στο τέλος τ’ αμόλησε όλα». β. κάνω εμετό: «από
το κούνα κούνα του πλοίου δεν άντεξε άλλο και τ’ αμόλησε»·
- τ’
αμολάω (ενν. τα κάτουρά μου, τα κατουρλιά μου, τα σκατά μου, τα κόπρανά μου), κατουρώ,
χέζω: «επειδή δεν μπορούσε να κρατηθεί άλλο, τ’ αμόλησε στη γωνία»·
- τ’
αμολάω απάνω μου (ενν. τα κάτουρά μου, τα κατουρλιά μου, τα σκατά μου, τα κόπρανά
μου), κατουριέμαι, χέζομαι απάνω μου, ιδίως από φόβο ή τρόμο: «όταν
σηκώθηκε ο άλλος, δυο μέτρα άντρας, τ’ αμόλησε απάνω του ο δικός σου»·
- την
αμολάνε όλοι αβέρτα, βλ. λ. αβέρτα·
- την
αμολάω, α. φεύγω κρυφά από κάποιον ή από κάπου: «εγώ τον άφηνα στο
σπίτι, κι αυτός την αμολούσε απ’ την πίσω πόρτα». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ μου
την κοπάναγες και μου την αμολούσες, το βράδυ το Γιωργάκη σου το
’παιρνες και μεθούσες). β. φεύγω, το στρίβω, ιδίως από δειλία ή
φόβο: «μόλις τους είδα να ’ρχονται με τα ξύλα στα χέρια, την αμόλησα κι όπου
φύγει φύγει». γ. το σκάω, δραπετεύω: «μόλις έπεσε η νύχτα, την αμόλησαν
πέντε άτομα»·
- την
αμολάω (ενν. την κλανιά, την πορδή), κλάνω: «μέσα σε τόσο θόρυβο, την
αμόλησε και δεν πήρε μυρουδιά κανένας»·
- την
αμολάω (ενν. την κοτσάνα), λέω βλακεία, ανοησία: «είχες δεν είχες, την
αμόλησες πάλι»·
- τον
αμολάω, τον αφήνω ελεύθερο: «όταν πείστηκε για την αθωότητά του, τον
αμόλησε μαζί με τους άλλους»·
- τον
αμολάω (ενν. τον πόρδο), κλάνω: «τον αμόλησε μέσα στον κόσμο κι έγινε
ρεζίλι»·
- του
αμολάω έναν (ενν. πόρδο), τον κλάνω: «όπως καθόταν στην πολυθρόνα, πήγα και
του αμόλησα έναν μπροστά στο πρόσωπό του»·
- του
αμολάω έναν (ενν. μπάτσο, φούσκο), τον ραπίζω: «μόλις μ’ έβρισε, του
αμόλησα έναν, που είδε τον ουρανό με τ’ άστρα»·
- του
αμολάω μια (ενν. κλανιά, πορδή), τον κλάνω: «στάθηκα από πάνω του και του
αμόλησα μια μπροστά στον κόσμο»·
- του
αμολάω μια (ενν. μπάτσα, σφαλιάρα), τον ραπίζω: «εφόσον δεν έπαιρνε με το
καλό, του αμόλησα μια κι είδε αστράκια».