λαβράκι,
το, ουσ.
[<μτγν. λαβράκιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. λάβραξ <επίθ. λάβρος], το
λαβράκι· γυναίκα όμορφη, που δέχτηκε ανέλπιστα να συνάψει ερωτικό δεσμό μαζί
μας, και, γενικά, ανέλπιστη επιτυχία : «χτες βράδυ πέτυχα ένα λαβράκι στο σπίτι
της ξαδέρφης μου, που ακόμα δεν μπορώ να το πιστέψω || έκανε μια ταινία
λαβράκι, χωρίς να ρίξει και πολλά φράγκα»·
- βγάζω
λαβράκι, (ιδίως στη γλώσσα των δημοσιογράφων) πετυχαίνω ενδιαφέρουσα
είδηση, περίπτωση, ανακαλύπτω σπουδαίο μυστικό ή σκάνδαλο: «ο τάδε είναι
ειδικός να βγάζει λαβράκια». Από την εικόνα του ψαρά που αλιεύει λαβράκι, το
οποίο θεωρείται σπουδαία ψαριά·
- παίρνω
λαβράκι (ή άλλο ψάρι), ψαρεύω: «κάθε φορά που πάω στο ψάρεμα, αν δεν πάρω
λαβράκι, δεν ησυχάζω»·
- πιάνω
λαβράκι, α. πραγματοποιώ μεγάλη επιτυχία: «ήταν τυχερός, γιατί
έπιασε λαβράκι, που παντρεύτηκε την κόρη του τάδε βιομηχάνου». β. (ιδίως
στη γλώσσα των αστυνομικών) συλλαμβάνω τυχαία κάποιον που αποδεικνύεται
σεσημασμένος κακοποιός: «πάνω σε μια εξακρίβωση ρουτίνας έπιασαν λαβράκι».