λάβρα,
η, ουσ.
[<μσν. λάβρα <αρχ. επίθ. λάβρος]. 1. ο καύσωνας: «η παρατεταμένη
λάβρα του Ιουλίου κατέστρεψε την αγροτική παραγωγή». 2. ψυχική ή
σεξουαλική υπερδιέγερση: «τον κυρίευσε η λάβρα του έρωτα || η λάβρα του κορμιού
της τον πήγε στον έβδομο ουρανό». (Λαϊκό τραγούδι: έχεις χειλάκια ρουμπινιά
και δυο ματάκια μαύρα, μες την καρδιά μου βάλανε του έρωτος τη λάβρα)·
- γίνομαι
φωτιά και λάβρα, εκνευρίζομαι πάρα πολύ, οργίζομαι, εξοργίζομαι: «όταν
βλέπω κάποιον να περιπαίζει γέρο άνθρωπο, γίνομαι φωτιά και λάβρα»·
- είναι
φωτιά και λάβρα, α. επικρατεί αφόρητη ζέστη, επικρατεί καύσωνας:
«σχεδόν κάθε χρόνο ο Ιούλιος είναι φωτιά και λάβρα». β. είναι πολύ
θυμωμένος, πολύ εκνευρισμένος: «μην πας τώρα στο διευθυντή να του ζητήσεις
άδεια, γιατί είναι φωτιά και λάβρα». γ. (ιδίως γυναίκα), προκαλεί έντονη
ψυχική ή σεξουαλική υπερδιέγερση: «αυτή η γυναίκα είναι φωτιά και λάβρα || το
κορμί της είναι φωτιά και λάβρα». (Λαϊκό τραγούδι: τα ματάκια σου τα μαύρα
που είναι όλο φωτιά και λάβρα).δ. (για τιμές) είναι
υπερβολικά υψηλές: «όλα τα είδη στην αγορά είναι φωτιά και λάβρα»·
- έχω
λάβρα στην καρδιά, έχω μεγάλο ερωτικό πόθο, φλέγομαι από έρωτα: «κάθε φορά
που τη βλέπω, χάνω τα λόγια μου, γιατί έχω λάβρα στην καρδιά γι’ αυτή τη
γυναίκα». (Λαϊκό τραγούδι: έλα, μάνα μου, να φιλήσω το χειλάκι σου, έχω
στην καρδιά μου λάβρα,θα σου βγάλω πια τα μαύρα κι όλο κόκκινα θα
ντύσω το κορμάκι σου). Συνών. έχω γιαγκίνι στην καρδιά·
- μ’
άναψε φωτιά και λάβρα, (ιδίως γυναίκα), μου προκάλεσε έντονη ψυχική ή
σεξουαλική υπερδιέγερση: «απ’ την πρώτη στιγμή που είδα αυτή τη γυναίκα, μ’
άναψε φωτιά και λάβρα». (Λαϊκό τραγούδι: τα ματάκια σου τα μαύρα μ’
άναψαν φωτιά και λάβρα και μου πήραν το μυαλό μου, όμορφο μελαχρινό μου)·
- τον
έκανα φωτιά και λάβρα, τον εκνεύρισα πάρα πολύ, τον εξόργισα: «μόλις τον
είδα, άρχισα να τον δουλεύω που έχασε πάλι η ομάδα του και σε λίγη ώρα τον είχα
κάνει φωτιά και λάβρα»·
- φωτιά
και λάβρα να σε κάψει! είδος κατάρας.