κωλότριχα,
η, ουσ.
[<κωλο- + τρίχα, κατά το μουνότριχα], συνήθως στον πλ. οι κωλότριχες, οι
τρίχες που φυτρώνουν γύρω από τον αντρικό πρωκτό·
- θα
σε βγάλω τις κωλότριχες, απειλητική έκφραση σε κάποιον ότι θα τον
τιμωρήσουμε σκληρά, παραδειγματικά: «εμένα μη μου κάνεις το μάγκα, γιατί θα σου
βγάλω τις κωλότριχες». Από το ότι το βγάλσιμο των τριχών που βρίσκονται γύρω
από τον πρωκτό, προκαλεί έντονο πόνο·
- τραβώ
τις κωλότριχες μου, βρίσκομαι σε πολύ δυσχερή θέση: «έχασε ένα σωρό λεφτά
στην τελευταία δουλειά που έκανε και τώρα τραβάει τις κωλότριχές του». Από το
ότι, όταν τραβάει κανείς τις κωλότριχές του, νιώθει έντονο πόνο.