αβίζο,
το, ουσ.
[<ιταλ. avviso], (στη γλώσσα της αργκό) η (προ)ειδοποίηση, η (προ)αναγγελία.
Από τη ναυτική ορολογία·
- παίρνω
αβίζο, αντιλαμβάνομαι, εννοώ, καταλαβαίνω: «μου έταζαν λαγούς με
πετραχήλια, όμως ευτυχώς που πήρα αβίζο την υπόθα και δεν έπεσα στη λούμπα»·
- στέλνω
αβίζο, (προ)ειδοποιώ, (προ)αναγγέλλω: «την τελευταία στιγμή μας έστειλε
αβίζο πως δε θα ’ρθει».