κωλομέρι,
το, ουσ.
[<κωλο- + μερί], συνήθως στον πλ. τα κωλομέρια, οι γλουτοί, τα
πισινά: «του ’ριξε μια κλωτσιά στα κωλομέρια». Συνών. κωλομάγουλο·
- δυο
κωλομέρια σ’ ένα βρακί δε χωράνε, βλ. συνηθέστ. δυο κεφάλι σε μια
σκούφια δε χωράνε, λ. κεφάλι·
- κάνω
κωλομέρια, παχαίνω: «πρέπει να σταματήσω για λίγο διάστημα το φαγητό, γιατί
έκανα κωλομέρια».