κωλοβάρδουλο,
το, ουσ.
[<κωλο- + βάρδουλο], συνήθως στον πλ. τα κωλοβάρδουλα, η περιφέρεια
του πρωκτού, της κωλοτρυπίδας· βλ. και λ. βάρδουλο·
- του
(της) έσκισε τα κωλοβάρδουλα, βλ. συνηθέστ. του (της) ξέσκισε τα κωλοβάρδουλα·
- του
(της) ξέσκισε τα κωλοβάρδουλα, α.
του (της)
επέβαλε επανειλημμένα και βίαια τη σεξουαλική πράξη από πίσω, από τον κώλο και,
κατ’ επέκταση, τον (την) τιμώρησε σκληρά ή τον (την) καταξεφτίλισε: «τον έπιασε
στα χέρια του και του ξέσκισε τα κωλοβάρδουλα». β. τον (την) κατανίκησε:
«όταν αρπάχτηκαν στα χέρια, ο δικός σου του ξέσκισε τα κωλοβάρδουλα». Πολλές
φορές, συνοδεύεται από χειρονομία με τα δυο χέρια να ξεκινούν από το ύψος του
στομαχιού και να κινούνται απομακρυνόμενα νευρικά το ένα από το άλλο, όπως όταν
ξεσκίζουμε ένα ύφασμα. Στην περίπτωση της επιβολής της σεξουαλικής πράξης,
ακούγεται από το συνομιλητή η παρακάτω παρατήρηση: ναι μωρέ, κακό του (της) έκανε(!).
Συνών. του (της) ξέσκισε τα βάρδουλα / του (της) ξέσκισε τον κώλο / του
(της) ξέσκισε τον πάτο·
- τους
ξεσκίσαμε τα κωλοβάρδουλα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) τους κατανικήσαμε,
τους διασύραμε: «έπιασε τέτοιο παιχνίδι η ομάδα μας, που τους ξεσκίσαμε τα
κωλοβάρδουλα». Συνήθως παρατηρείται η χειρονομία της παραπάνω φράσης. Συνών. τους
ξεσκίσαμε τα βάρδουλα / τους ξεσκίσαμε τον κώλο / τους ξεσκίσαμε τον πάτο·
- τους
σκίσαμε τα κωλοβάρδουλα, βλ. συνηθέστ. τους ξεσκίσαμε τα κωλοβάρδουλα.