κωλαράκι,
το, κ.
κωλαράκος, ο, ουσ. [υποκορ. του ουσ. κώλος]. 1. χαϊδευτικός
χαρακτηρισμός του κώλου, ιδίως των μωρών ή των μικρών παιδιών: «του ’δωσα μια
στο κωλαράκι για να μην ξανακάνει αταξίες». 2. (θαυμαστικά) όμορφος
νεαρός ή νεαρή: «τον είδα να συνοδεύει ένα κωλαράκι, που ήταν να σου τρέχουν τα
σάλια!»·
- να,
κάνει το κωλαράκι σου! (και για τα δυο φύλα) επιθυμείς πάρα πολύ να
αποκτήσεις κι εσύ αυτό για το οποίο γίνεται λόγος και ας προσποιείσαι τον
αδιάφορο: «μη μου πεις πως δε θέλεις να ’χεις κι εσύ τέτοιο αυτοκίνητο, γιατί,
να, κάνει το κωλαράκι σου!». Συνοδεύεται συνήθως με χειρονομία με το δείκτη να
διπλώνει σφιχτά στη βάση του αντίχειρα και να κάνει αλλεπάλληλους σπασμούς
υπονοώντας τον πρωκτό. Συνών. να, κάνει η σούφρα σου! / να, κάνει ο κώλος
σου! / να, κάνει το μουνάκι σου! / να, κάνει το μουνί σου! / να, κάνει το
πουλάκι σου! / να, κάνει το πουλί σου(!)·
- τα
θέλει το κωλαράκι σου! (ο κωλαράκος σου!) με τις ενέργειες που κάνεις ή με
τη συμπεριφορά σου είναι σαν να επιδιώκεις να υποστείς κάποια τιμωρία ή κάτι
κακό: «απ’ τη στιγμή που τολμάς να τα βάλεις με τέτοιον άντρακλα, τα θέλει το
κωλαράκι σου». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το και σένα και
είναι φορές που η φρ. κλείνει με το μου φαίνεται. Συνών. τα θέλει ο
κώλος σου! / τα θέλει ο πισινός σου(!)·
- τι
λέει το κωλαράκι σου! είσαι γελασμένος, αν νομίζεις πως πιστεύω ότι τα
πράγματα έγιναν έτσι όπως τα λες ή είσαι γελασμένος, αν νομίζεις πως τα
πράγματα θα γίνουν έτσι όπως τα θέλεις ή έτσι όπως σε συμφέρουν. Για συνών. βλ.
φρ. τι λέει το μηλίγγι σου! λ. μηλίγγι·