κωλάθρα,
η, ουσ.
[<κώλος + μεγεθ. κατάλ. -άθρα], ο μεγάλος κώλος, ο κώλαρος: «έχει τέτοια
κωλάθρα, που χρειάζεται δυο καρέκλες για να καθίσει»·
- άνοιξε
η κωλάθρα μου, α. μου έρχονται συνεχώς όλα ευνοϊκά, ιδίως κερδίζω
συνεχώς σε κάποιο τυχερό παιχνίδι: «μόλις άνοιξε η κωλάθρα μου, δεν τους άφησα
να πάρουν ούτε ένα κόλπο». β. κάθομαι για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα,
τεμπελιάζω, κωλοβαράω: «δώσε καμιά δουλειά να κάνω, γιατί άνοιξε η κωλάθρα μου
απ’ το πρωί στην καρέκλα || έχει ένα γιο που έχει ανοίξει η κωλάθρα του στο
καθισιό, ενώ αυτός τρέχει στα μεροκάματα, γέρος άνθρωπος!»·
- έχω
κωλάθρα, έχω μεγάλη τύχη: «δεν παίζει κανείς μαζί του, γιατί έχει τέτοια
κωλάθρα, που κερδίζει πάντα στα χαρτιά»·
-
τους ανοίξαμε την κωλάθρα ή
τους ανοίξαμε τις κωλάθρες, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) η ομάδα μας
νίκησε την αντίπαλη ομάδα με μεγάλη διαφορά τερμάτων, την κατανικήσαμε: «έπιασε
τέτοιο παιχνίδι η ομάδα μας, που τους ανοίξαμε τις κωλάθρες». Ο πλ. γιατί
αναφερόμαστε σε όλους τους αντίπαλους παίχτες αλλά και στους οπαδούς τους.