κυριλέ, άκλ. επίθ. [<κύριος + κατάλ.
-λέ, σε μίμηση της γαλλικής γλώσσας]. 1. (για πρόσωπα) που έχει σωστή συμπεριφορά,
που είναι καθώς πρέπει, που είναι πολύ κύριος: «ο φίλος σου είναι πολύ κυριλέ
τύπος». (Τραγούδι: όχι παιδιά στις ψόφιες, όχι και στους κρυόκωλους, όχι
παιδιά στις ψόφιες, όχι στους κυριλέ). 2. (για ντύσιμο) που
είναι πολύ προσεγμένο, που είναι σοβαρό, επίσημο: «κάνει πάντοτε κυριλέ
ντύσιμο». 3. (για χώρους) που είναι πολυτελής: «ήπιαμε το ποτό μας σ’
ένα πολύ κυριλέ μπαράκι». 4. ως επίρρ., με τρόπο που ταιριάζει σε
κυριλέ: «ντύνεται κυριλέ || είναι κυριλέ εκεί που θα πάμε;»·
- είναι
στο κυριλέ, έχει γενικά σωστή συμπεριφορά και προσεγμένο ντύσιμο: «είναι
πολύ αγαπητός στην παρέα μας ο τάδε, γιατί πάντα είναι στο κυριλέ»·
- κάνει
τον κυριλέ, βλ. φρ. το παίζει κυριλέ·
- το
παίζει κυριλέ, προσποιείται πως είναι καθώς πρέπει: «μόλις δει καινούρια
γυναίκα στην παρέα μας, το παίζει κυριλέ».