κυρά κ. κερά, η, πλ. κυρές κ.
κυράδες, οι, ουσ. [<μσν. κυρά <κερά <αρχ. κυρία]. 1. η
παντρεμένη γυναίκα, η σύζυγος: «από δω να σου γνωρίσω την κυρά μου». (Λαϊκό
τραγούδι: νωρίς νωρίς στο σπίτι θα έρχομαι κυρά, θα βρούνε τα παιδιά
μας και πάλι τη χαρά). 2. η αφέντρα του σπιτιού, η οικοδέσποινα:
«ζήτησε απ’ την κυρά του σπιτιού ένα ποτήρι κρύο νερό». (Λαϊκό τραγούδι: πρόσεξε
μη σε γελάσει καμιά έμορφη κυρά, μπάρμπα Γιάννη κανατά // βγαίναν κυράδες
στα μπαλκόνια και ρίχνανε πενηνταράκια, σαν χόρευε τρελά η γκαμήλα με
σκέρτσα και με τσαλιμάκια). 3. η αφεντικίνα: «ζήτησε απ’ την κυρά
του να φύγει λίγο νωρίτερα από το μαγαζί, γιατί είχε πονοκέφαλο». 4. λέγεται
αντί ονόματος, όταν δε γνωρίζουμε το όνομα της γυναίκας στην οποία
απευθυνόμαστε: «πες μου, κυρά, πώς θα πάω σ’ αυτή τη διεύθυνση;». (Λαϊκό
τραγούδι: κυρά, τη μούρη του μικρού καθάρισε λιγάκι, παιδάκι
μου, κοίτα εδώ που βγαίνει το πουλάκι). 5. ως α΄ συνθετικό,
προσφώνηση σε παντρεμένη γυναίκα και ακολουθεί όνομα που παράγεται από το όνομα
του συζύγου: «κυρά Γιώργαινα || κυρά Θανάσαινα». (Λαϊκό τραγούδι: κυρά
Γιώργαινα ο Γιώργος σου πού πάει, για πού το ’βαλε και πού το ξενυχτάει).
6α. με τις αντων. μου, σου, του, μας, σας, τους, η σύζυγος, η ερωμένη,
η γκόμενα: «τον παράτησε η κυρά του κι έχει πέσει να πεθάνει || το βράδυ θα
βγούμε όλοι με τις κυρές μας». (Λαϊκό τραγούδι: το φεγγάρι κάνει βόλτες στης
κυράς μου τα μαλλιά, παίξε Τσιτσάνη μου το μπουζουκάκι να θυμηθούμε τα
παλιά). β. ειρωνική ή επιτιμητική προσφώνηση σε γυναίκα: «πρόσεχε
πού πατάς, κυρά μου, με ξενύχιασες!». γ. επιθετική προσφώνηση σε
γυναίκα: «άκου να σου πω, κυρά μου, μάζεψε τη γλώσσα σου, γιατί θα γίνουμε από
δυο χωριά χωριάτες». (Λαϊκό τραγούδι: άι στη μάνα σου, κυρά μου, κι
άδειασέ μας τη γωνιά, εβαρέθηκα το ψέμα και την πονηριά). (Ακολουθούν 15
φρ.)·
- δεν
περνάς κυρά Μαρία, δηλώνει απαγόρευση διέλευσης ή εισόδου: «όποιος και να
’σαι δεν περνάς κυρά Μαρία». Λέγεται με ειρωνική διάθεση και αναφέρεται στο
ομώνυμο παιδικό παιχνίδι που παίζεται στο ύπαιθρο·
- δώσ’
μου, κυρά, τον άντρα σου κι εσύ κράτα τον κόπανο, βλ. λ. κόπανος·
- έχει
ο αφέντης μας αφέντρα κι η κυρά μας άλλον άντρα, βλ. λ. άντρας·
- η
καλή νοικοκυρά είναι δούλα και κυρά, βλ. λ. νοικοκυρά·
- η
Κυρά της Ρω, γυναίκα από το Καστελόριζο, η οποία ύψωνε επί δεκαετίες την
ελληνική σημαία στη νησίδα Ρω στο σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, ως ένδειξη της
ελληνικής κυριαρχίας σε αυτή·
- θέλει
η κυρά μου και παίζουν τα γατιά της, βλ. λ. γατί·
- καλύτερα
δούλα στον πλούσιο παρά κυρά στον φτωχό, βλ. λ. δούλα·
- κυρά
Δέσποινα, προσφώνηση της Παναγία: «αχ, κυρά Δέσποινα, βοήθησέ με».
(Δημοτικό τραγούδι: σώπασε κυρά Δέσποινα και μην πολυδακρύζεις, πάλι
με χρόνια με καιρούς, πάλι δικά μας θα ’ναι)·
- κυρά
Μάρω, βλ. λ. Μάρω·
- λίγ’
απ’ όλα και πολλά, τα βολεύουν μια χαρά, νοικοκύρης και κυρά, λέγεται για
εκείνο το αντρόγυνο που ακόμη και στις δύσκολες καταστάσεις βρίσκει πάντα τον
τρόπο να καλοπερνάει: «αφού είναι αγαπημένοι, αγόρι μου, λίγ’ απ’ όλα και
πολλά, τα βολεύουν μια χαρά, νοικοκύρης και κυρά, πάρ’ το χαμπάρι!»·
- με
τα λεφτά μου γαμώ και την κυρά μου, βλ. συνηθέστ. με τον παρά μου γαμώ
και την κυρά μου, λ. παράς·
- σ’
είπαμε, κυρά, να κλάνεις, αλλά μην το παρακάνεις, βλ. λ. κλάνω·
- της
κακής κυράς και τα μαλλιά της φταίγουν, λέγεται για εκείνους που ψάχνουν να
βρουν αιτία για γκρινιάξουν, που είναι δύστροποι: «μην τον παίρνεις στα σοβαρά
που κάθε τόσο θυμώνει, γιατί της κακής κυράς και τα μαλλιά της φταίγουν»·
- το
ζωνάρι της κυράς, βλ. λ. ζωνάρι·
- χόρευε
κυρά και σειού, μα έχε κι έννοια του σπιτιού, λέγεται γι’ αυτούς που
παρασύρονται από τις διασκεδάσεις και παραμελούν τα σπίτια τους: «εγώ δε λέω να
μη γλεντήσεις, αλλά χόρευε κυρά και σειού, μα έχε κι έννοια του σπιτιού».