κυνήγι,
το, ουσ.
[<μσν. κυνήγιν <μτγν. κυνήγιον], το κυνήγι. 1. τα άγρια ζώα ή
πουλιά που έχουν πιαστεί σε κυνήγι, το θήραμα και η τροφή που δίνουν: «αφού θα
έχει και κυνήγι στο τραπέζι, θα φάμε καλά». 2. επίμονη αναζήτηση,
επίμονη επιδίωξη: «όλοι οι άνθρωποι έχουν πέσει με τα μούτρα στο κυνήγι του
πλούτου»·
- βγαίνω
(στο) κυνήγι, α. περιφέρομαι στα μέρη εκείνα που συχνάζουν συνήθως
γυναίκες μόνες για να συνάψω γνωριμία ή ερωτικό δεσμό: «έβαλε τα καλά του και
βγήκε στο κυνήγι». β. κάνω εντατικές προσπάθειες, αφιερώνομαι στο στόχο
που επιδιώκω να πετύχω: «από τη στιγμή που αποφάσισε να γίνει φίρμα, βγήκε στο
κυνήγι και δεν άφησε καμιά ευκαιρία να πάει χαμένη»·
- για
κυνήγι θα πάμε; έκφραση απορίας ή δυσφορίας σε κάποιον που μας κλείνει
ραντεβού πολύ νωρίς το πρωί: «μα καλά, για κυνήγι θα πάμε και θέλεις να
συναντηθούμε τόσο πρωί;». Από το ότι οι κυνηγοί ξεκινούν τα άγρια χαράματα,
όταν πρόκειται να πάνε για κυνήγι. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το γιατί.
Συνών. γάλα θα μοιράσουμε; / για ψάρεμα θα πάμε(;)·
- κυνήγι
μαγισσών, λέγεται στην περίπτωση που κάποιος αναζητεί ανύπαρκτους ενόχους:
«έχει επιδοθεί σ’ ένα κυνήγι μαγισσών για να αποδείξει πως έχει δίκιο». Αναφορά
στον καιρό του Μεσαίωνα·
- το
κυνήγι της τύχης, βλ. λ. τύχη·
- το
κυνήγι του κρυμμένου θησαυρού, βλ. λ. θησαυρός·
- τον
βάζω στο κυνήγι, βλ. φρ. τον παίρνω στο κυνήγι·
- τον παίρνω στο κυνήγι, τον
κυνηγώ: «μόλις τον είδε, τον πήρε στο κυνήγι»·
- τον
στρώνω στο κυνήγι, τον κυνηγώ επίμονα, τον καταδιώκω: «τον έστρωσε στο
κυνήγι, μέχρι που τον έπιασε». (Λαϊκό τραγούδι: οι φρατέλοι σαν με δούνε,
ψάχνουν δρόμο για να βρούνε, μα τους στρώνω στο κυνήγι και κείνοι όπου
φύγει φύγει).