κυκλοφορία,
η, ουσ.
[<αρχ. κυκλοφορία (= κυκλική κίνηση)], η κυκλοφορία. 1. η κίνηση των
ανθρώπων, ιδίως των αυτοκινήτων στους δρόμους: «άργησα να ’ρθω, γιατί είχε
μεγάλη κυκλοφορία». 2. η διάδοση: «η κυκλοφορία τέτοιων φημών μόνο κακό
μπορεί να κάνει στο εμπόριο». 3. η συναλλαγή, το πάρε δώσε, η διακίνηση
ενός εμπορεύματος στα πλαίσια ενός κυκλώματος: «η κυκλοφορία του χρήματος || είναι
αλήθεια πως η κυκλοφορία των ναρκωτικών ξεκινάει απ’ τα σχολεία; || απ’ τη μέρα
που εξαπλώθηκε η τηλεόραση, έπεσε η κυκλοφορία των εφημερίδων»·
- αριθμός
κυκλοφορίας, βλ. λ. αριθμός·
-
βάζω στην κυκλοφορία, (για εμπορεύματα) βλ. φρ. ρίχνω στην κυκλοφορία·
- βγάζω
απ’ την κυκλοφορία, α. (για εμπορεύματα) αποσύρω από την αγορά:
«επειδή δεν είχε ζήτηση αυτό το είδος, το ’βγαλα απ’ την κυκλοφορία». β. (στη
γλώσσα της αργκό για πρόσωπα) εξουδετερώνω, συλλαμβάνω κάποιον: «μόνο ο τάδε
αστυνομικός κατάφερε να βγάλει απ’ την κυκλοφορία τον επικίνδυνο κακοποιό». γ.
σκοτώνω, φονεύω: «δεν μπορείς να βγάζεις απ’ την κυκλοφορία όποιον
υποπτεύεσαι πως τα ρίχνει στη γυναίκα σου». Συνών. βγάζω απ’ τη μέση (β)·
- βγαίνω
απ’ την κυκλοφορία, (στη γλώσσα της αργκό) αποχωρώ από την ενεργό δράση,
ιδίως από την παρανομία: «κάποτε ήταν ο πρώτος μπουκαδόρος, αλλά, επειδή τον
πήραν τα χρόνια, βγήκε απ’ την κυκλοφορία»·
- βγαίνω
στην (σε) κυκλοφορία, (στη γλώσσα της αργκό) αρχίζω να συμμετέχω ενεργά σε
μια διαδικασία ή κατάσταση και γνωρίζω από κοντά τις δυσκολίες της: «όσοι είναι
έξω απ’ το χορό, δεν ξέρουν τι λένε, γιατί μόνο όταν βγεις στην κυκλοφορία
γνωρίζεις από κοντά τα πράγματα και τι δυσκολίες έχουν»·
- είναι
εκτός κυκλοφορίας, (στη γλώσσα της αργκό) έχει αποσυρθεί από την ενεργό
δράση, ιδίως από την παρανομία: «έχει εξαφανιστεί απ’ την πιάτσα, γιατί από
καιρό είναι εκτός κυκλοφορίας»·
- η
κυκλοφορία της μπάλας, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) λέγεται στην περίπτωση
που οι παίχτες της ίδιας ομάδας ανταλλάσσουν μεταξύ τους κατά τη διάρκεια του
παιχνιδιού πολλές πάσας, που κάνουν ομαδικό παιχνίδι, που παίζουν ομαδικά: «ο
νέος προπονητής είναι υπέρ της κυκλοφορίας της μπάλας»·
- μπαίνω
στην (σε) κυκλοφορία, βλ. φρ. βγαίνω στην (σε) κυκλοφορία·
- ρίχνω
στην κυκλοφορία, (για εμπορεύματα) το διακινώ, το θέτω προς πώληση: «μόλις
έριξα στην κυκλοφορία το νέο προϊόν, έγινε ανάρπαστο || οι έμποροι ναρκωτικών
είναι έτοιμοι να ρίξουν στην κυκλοφορία ένα νέο ναρκωτικό»·
- τον
βγάζω απ’ την κυκλοφορία, (στη γλώσσα της αργκό) τον δολοφονώ, τον σκοτώνω:
«επειδή μας κάρφωσε στην Ασφάλεια, τον βγάλαμε απ’ την κυκλοφορία». Συνών. τον
βγάζω απ’ τη μέση (β).