κρυάδα,
η, πλ.
κρυάδες, οι, ουσ. [<κρύο + κατάλ. -άδα]. 1. το ρίγος, η
ανατριχίλα, λόγω ψύχους: «κλείσε το παράθυρο, γιατί ένιωσα μια κρυάδα». 2.
άνοστο χιούμορ, ανόητο, σαχλό αστείο: «πώς να γελάσεις μ’ αυτές τις κρυάδες που
μας λέει!». 3. περιφρονητική απάντηση γυναίκας σε πείραγμα αντρός: «σιγά
τις κρυάδες!»·
- έχω
κρυάδες, έχω ρίγη, ανατριχίλες, λόγω ψύχους ή γρίπης: «εγώ θα πάω στο
σπίτι, γιατί έχω κρυάδες»·
- λέει
κρυάδες, λέει άνοστα, σαχλά αστεία: «κάθε φορά που ανοίγει το στόμα του,
λέει κρυάδες»·
- παίρνω
την κρυάδα (μου), α. υφίσταμαι τις πρώτες συνέπειες για άστοχη
ενέργεια ή για κάποιο λάθος μου: «αφού θα τ’ ακούσω που θα τ’ ακούσω, πάω να
πάρω την κρυάδα να ησυχάσω». β. απογοητεύομαι ακούγοντας ξαφνικά κάτι
δυσάρεστο: «τώρα που πήρα την κρυάδα για την αποτυχία του γιου μου, σκέφτομαι
τι άλλο μπορώ να κάνω γι’ αυτόν για να τον βοηθήσω». (Λαϊκό τραγούδι: δεν
ήξερες, Μπενίτο μου, το τι θα πει Ελλάδα, σου δώσαμε ένα μάθημα και πήρες
την κρυάδα). γ. έρχομαι σε επαφή με το κρύο θαλασσινό νερό:
«πέσε στη θάλασσα κι είναι μέχρι να πάρεις την κρυάδα, γιατί μετά συνηθίζεις».
Σε αυτή την τελευταία περίπτωση συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακούγεται το την
πρώτη.