κρούση,
η, ουσ.
[<αρχ. κροῦσις <κρούω], η κρούση·
- κάνω
κρούση, α. δοκιμάζω να εξακριβώσω τις προθέσεις ή τις διαθέσεις
κάποιου, διερευνώ τις προθέσεις κάποιου: «πήγαινε να κάνεις μια κρούση στον
τάδε να δούμε τι σκέφτεται για την υπόθεση». Από την εικόνα της στρατιωτικής
δύναμης που επιχειρεί δοκιμαστικά επίθεση κατά του εχθρού για να εξακριβώσει
την ισχύ του». β. εμφανίζομαι, ενσκήπτω, πλήττω: «έκανε κρούση και στην
Ελλάδα ο ιός του έιτζ». γ. απευθύνομαι, προσπαθώ να ευαισθητοποιήσω, να
κινήσω το ενδιαφέρον: «κάνω κρούση στα δημοκρατικά σας αισθήματα».