κρόταφος,
ο, ουσ.
[<αρχ. κρόταφος], ο κρόταφος·
-
είμαι με το πιστόλι στον κρόταφο, βρίσκομαι
σε δεινή οικονομική ή ψυχολογική θέση: «χρωστώ τόσα πολλά, που είμαι μα το
πιστόλι στον κρόταφο || είμαι τόσο μπερδεμένος, που είμαι με το πιστόλι στον
κρόταφο». Από την εικόνα του ατόμου που το απειλούν βάζοντάς του το πιστόλι
στον κρόταφό του·
- οι
γκρίζοι κρόταφοι, τα
μαλλιά που έχουν γκριζάρει λόγω ηλικίας στους κροτάφους και που, υποτίθεται,
προσδίνουν στον άντρα γοητεία και πείρα: «ο άντρας με το τετράγωνο σαγόνι και
τους γκρίζους κροτάφους που καθόταν απέναντί της την είχε καταγοητεύσει»·
- τον
έχω με το πιστόλι στον κρόταφο, τον
έχω φέρει σε δεινή θέση, τον πιέζω ιδίως οικονομικά: «απ’ τη στιγμή που μου
υπέγραψε τις επιταγές, τον έχω με το πιστόλι στον κρόταφο».