κρόκος,
ο, ουσ.
[<αρχ. κρόκος (= είδος κίτρινου λουλουδιού)]. 1. το κιτρινάδι του
αβγού: «θέλω να μου κάνεις δυο αβγά τηγανητά, χωρίς να σπάσεις τον κρόκο τους».
2. (στη γλώσσα της αργκό) ο μεγάλος βλάκας: «δυο ώρες κουβεντιάζω μαζί
του, αλλά πού να συνεννοηθώ μ’ αυτόν τον κρόκο που έμπλεξα!»· βλ. και λ.
δίκροκος·
-
αβγό να πάρεις απ’ αυτόν, κρόκο δε βρίσκεις μέσα, λέγεται ιδίως για έμπορο, για
εμπορευόμενο που εξαπατά τους πελάτες του: «δεν ξαναπάω ν’ αγοράσω απ’ το
μαγαζί του, γιατί αβγό να πάρεις απ’ αυτόν, κρόκο δε βρίσκεις μέσα»·
-
τρεις το αβγό κι ο κρόκος χώρια, λέγεται
για τους υπολογισμούς που κάνουν οι τσιγκούνηδες, οι φιλάργυροι και που μπορούν
να στερήσουν από τους ανθρώπους του περιβάλλοντός τους ακόμη και το φαγητό:
«μην υπολογίζεις πως θα μπορέσεις να πάρεις απ’ αυτόν τον άνθρωπο δανεικά,
γιατί αυτός είναι τρεις το αβγό κι ο κρόκος χώρια».