κροκόδειλος
κ. κορκόδειλος,
ο, ουσ. [<αρχ. κροκόδιλος], ο κροκόδειλος. 1. (ειρωνικά) η
καταπιεστική σύζυγος ή πεθερά: «έχει έναν κροκόδειλο, που δεν μπορεί να κάνει
βήμα χωρίς να πάρει την άδειά του». 2. (γενικά) όποιος μας καταπιέζει, όποιος
ασκεί εξουσία ή τρομοκρατία πάνω μας, ο καταπιεστής: «μόλις φτάνει ο
κροκόδειλος στο γραφείο, όλοι σκύβουν τα κεφάλια»·
- γίνομαι
κροκόδειλος, (στη νεοαργκό) μεθώ υπερβολικά, δεν ξέρω τι μου γίνεται από το
μεθύσι: «όταν είμαι στενοχωρημένος, με κάνα δυο ποτηράκια γίνομαι κροκόδειλος»·
- είμαι
κροκόδειλος, (στη νεοαργκό) είμαι υπερβολικά μεθυσμένος, δεν ξέρω τι μου
γίνεται από το μεθύσι: «βοήθησέ με να πάω μέχρι το σπίτι, γιατί είμαι
κροκόδειλος με τα ουίσκι που κατέβασα»·
- τον
κάνω κροκόδειλο, (στη νεοαργκό) τον μεθώ υπερβολικά, τον κάνω να μην ξέρει
τι του γίνεται από το μεθύσι: «κάθε φορά που πίνουμε οι δυο μας, τον κάνω
κροκόδειλο».