κρίση,
η, ουσ.
[<αρχ. κρίσις], η κρίση. 1. η σκέψη σχετικά με ένα ζήτημα, η εκτίμηση
μιας κατάστασης, η απόφαση: «εγώ σου πρότεινα τρεις εκδοχές, τώρα είναι στην
κρίση σου να διαλέξεις || η υποψηφιότητά μου περνάει από την κρίση της
κεντρικής επιτροπής και φοβάμαι πως θα με απορρίψουν». 2. η κριτική
ικανότητα, η ορθή εκτίμηση διάφορων γεγονότων ή καταστάσεων: «έχω εμπιστοσύνη
στην κρίση του || βασίζομαι στην κρίση σου». 3. περίοδος δυσχερειών ή
κινδύνων: «η αγορά έχει κρίση τον τελευταίο καιρό κι όλοι ψάχνονται || η κρίση
στα Βαλκάνια». (Λαϊκό τραγούδι: ο λουλάς και το χασίσι μ’ έφεραν σ’ αυτή την
κρίση). 4. παροξυσμός, έντονη εκδήλωση των συμπτωμάτων μιας
αρρώστιας: «υποφέρει από το στομάχι του, κι όταν τον πιάνει κρίση, διπλώνεται
στα δυο απ’ τον πόνο». 5. στον πλ. οι κρίσεις, η διαδικασία και
οι αποφάσεις που παίρνονται για τις προαγωγές ή τις αποστρατείες των
αξιωματικών ή και ανώτερων δημόσιων υπαλλήλων, καθώς και ο χρόνος κατά τον
οποίο γίνονται αυτές οι κρίσεις: «οι αξιωματικοί έχουν κάποια ανησυχία, γιατί
στο τέλος του μηνός θα γίνουν οι κρίσεις στο στράτευμα». Υποκορ. κρισούλα, η.
Μεγεθ. κρισάρα, η. (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- δέχομαι
κρίσεις κι επικρίσεις, δέχομαι συνεχείς και ιδίως δυσμενείς κριτικές:
«όλους τους προσλαμβάνω αξιοκρατικά, γιατί αλλιώς δέχομαι κρίσεις κι επικρίσεις
απ’ το συμβούλιο»·
- ερώτηση
κρίσεως, βλ. λ. ερώτηση·
- έχω
κρίση, α. έχω ευθυκρισία, μπορώ και κρίνω σωστά: «μια και είσαι
μορφωμένος άνθρωπος, έχεις κρίση και μπορείς να καταλάβεις ποιο είναι το καλό
σου». β. έχω ψυχική ταραχή, βρίσκομαι σε ψυχική υπερδιέγερση: «όταν έχει
κρίση, δε του μιλάει κανένας»·
- έχω
κρίση ταυτότητας, προβληματίζομαι θέτοντας ουσιώδη ερωτηματικά στον εαυτό
μου και επιδιώκω να επαναπροσδιορίσω τη θέση μου ως ατόμου μέσα στην κοινωνία:
«χρόνια τώρα αδιαφορούσα για το τι γινόταν γύρω μου, αλλά με τους τελευταίους
πολέμους σε Βαλκάνια και Ιράκ, έχω κρίση ταυτότητας και προσπαθώ να καταλάβω
ποιος είναι ο ρόλος μου μέσα σ’ αυτή την κοινωνία»·
- η
ημέρα της Κρίσεως ή η ώρα της Κρίσεως, α. η σύμφωνα με τη
χριστιανική θρησκεία αναμενόμενη μέρα της επανεμφανίσεως του θεϊκού πνεύματος
στη γη για να κρίνει ζωντανούς και νεκρούς, η Δευτέρα Παρουσία: «την ημέρα της
Κρίσεως θα αποδοθεί δικαιοσύνη σε ζωντανούς και νεκρούς». β. (γενικά) η
μέρα, η ώρα της δοκιμασίας, του ελέγχου από κάποιον: «όταν έρθει η ώρα της
κρίσεως, τότε θα δούμε πόσο καλά διάβασες για να μπεις στο πανεπιστήμιο»·
- η
μέλλουσα Κρίση, βλ. φρ. η ημέρα της Κρίσεως·
- κάνω
κρίση, κρίνω: «ποιος είσαι εσύ που θα κάνεις κρίση στα λεγόμενά μου;».
(Λαϊκό τραγούδι: ταβερνιάρη, έλα κάνε κρίση να μου πεις κι εσύ, πες
μου, δυο φωτιές μπορεί να σβήσει το καλό κρασί;)·
- κατά
την κρίση μου, σύμφωνα με αυτό που νομίζω ή πιστεύω: «κατά την κρίση μου η
δουλειά αυτή έχει ψωμί». Συνών. κατά τη γνώμη μου / κατά την άποψή μου /
κατά την εκτίμησή μου·
- παθαίνω
κρίση, βλ. φρ. την κάνω κρίση·
- περνώ
κρίση, α. αντιμετωπίζω δυσκολίες στη δουλειά μου, στη ζωή μου: «μ’
όλες αυτές τις απεργίες που γίνονται καθημερινά, περνώ κρίση». β.
αντιμετωπίζω έντονα ψυχολογικά προβλήματα: «περνάει κρίση, γιατί δεν πάει καλά
ο γάμος του». γ. (για ηθικές αξίες, για θεσμούς) ευτελίζομαι,
αμφισβητούμαι, κλυδωνίζομαι: «ο θεσμός του γάμου περνάει κρίση»·
- στο
φαΐ και στο γαμήσι ο Θεός δεν κάνει κρίση, βλ. λ. Θεός·
- την
έκανα κρίση, (στη νεοαργκό) θύμωσα πάρα πολύ, εξοργίστηκα, εξαγριώθηκα και
αντέδρασα βίαια: «μόλις είδα να πειράζουν γέρο άνθρωπο, την έκανα κρίση και
τους πλάκωσα στο ξύλο». Συνών. άναψαν τα λαμπάκια μου / βάρεσα βαλβίδα / τα
πήρα στην κράνα / τα πήρα στο εθνόσημο / τα πήρα στο κεφάλι / τα πήρα στο
κρανίο / τα πήρα στο φάρο / τα πήρα στον εγκέφαλο / την έκανα λάμπα / την έκανα
λαχείο (α) / την έκανα λώλα (α) / την έκανα τζαζ (α) / την έκανα τζαζ μπαντ·