κρίνω,
ρ. [<αρχ.
κρίνω], κρίνω·
- ας
τον κρίνει ο Θεός, βλ. λ. Θεός·
- και
οι κρίνοντες κρίνονται, ουδείς
είναι στο απυρόβλητο, όλοι υπόκεινται σε κριτική: «μπορεί να με κατηγόρησε για
ανεπάρκεια, αλλά του διαφεύγει πως και οι κρίνοντες κρίνονται κι όπου να ’ναι,
θα ’ρθει κι η σειρά του»·
-
κρίνει μήλα με πορτοκάλια, βλ. λ. μήλο·
-
κρίνω αφ’ υψηλού (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. υψηλός·
- μην
κρίνεις για να μην κριθείς ή
μην κρίνεται για να μην κριθείτε, πρέπει να κρίνουμε με κατανόηση τους
άλλους, για να μας κρίνουν και αυτοί με κατανόηση: «έχοντας πάντα κατά νου το
μην κρίνεται για να μην κριθείτε, αντιμετωπίζει με ανοχή τους συνανθρώπους
του». Πρβλ.: μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε, ἐν ᾧ γὰρ κρίματι κρίνετε
κριθήσεσθε, καί… (Ματθ. ζ΄ 1). Ο πλ. και όταν απευθυνόμαστε σε ένα μόνο
άτομο·
- τη
γυναίκα, πριν παντρευτείς, ποτέ σου μην την κρίνεις, βλ. λ. γυναίκα.