κρέμασμα,
το, ουσ.
[<μσν. κρέμασμα, από το θέμα αορ. του ρ. κρεμώ + κατάλ. -μα], το κρέμασμα. 1.
(ειρωνικά) ο γάμος, η παντρειά: «είναι ο μοναδικός της παρέας μας που γλίτωσε
το κρέμασμα». 2. η μη προσέλευση σε κάποιο ραντεβού, το στήσιμο: «τέτοιο
κρέμασμα δεν το περίμενα από σένα!». 3. η εγκατάλειψη κάποιου τη στιγμή
που ζητάει τη βοήθειά μας πιστεύοντας πως θα τον βοηθήσουμε: «είχε για σιγουριά
τους φίλους του, αλλά, όταν ζήτησε τη βοήθειά τους, το κρέμασμα πήγε σύννεφο». 4.
σημείο στο στρίφωμα του ποδόγυρου που πέφτει χαμηλά, που δεν ακολουθεί την
ευθεία γραμμή: «έδωσα στη μάνα μου τη φούστα να τη σουλουπώσει, γιατί είχε στα
δεξιά ένα κρέμασμα». (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- είμαι
για κρέμασμα, βλ. φρ. θέλω κρέμασμα·
- είναι
για κρέμασμα, βλ. φρ. θέλει κρέμασμα·
- θέλει
κρέμασμα, πρέπει να τιμωρηθεί πολύ σκληρά, πολύ παραδειγματικά: «αφού
έδειρε γέρο άνθρωπο, θέλει κρέμασμα ο αλήτης». Για συνών. βλ. φρ. θέλει
σκότωμα, λ. σκότωμα·
- θέλει
κρέμασμα ανάποδα, βλ. λ. ανάποδος·
- θέλει
κρέμασμα απ’ τ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- θέλει
κρέμασμα απ’ το λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- θέλω
κρέμασμα, έκφραση που δηλώνει έντονη μεταμέλεια για κάτι που είπαμε ή
κάναμε: «άσ’ τα, θέλω κρέμασμα αν είπα εγώ τέτοιο πράγμα γι’ αυτόν τον άνθρωπο!
|| αν έκανα τέτοια βλακεία, θέλω κρέμασμα». (Λαϊκό τραγούδι: το μάλωσα, το
μάλωσα, του μίλησα κι απότομα, γι’ αυτό και θέλω κρέμασμα,γι’
αυτό και θέλω σκότωμα).Για συνών. βλ. φρ. θέλω σκότωμα, λ.
σκότωμα·
- θέλω
κρέμασμα ανάποδα, βλ. λ. ανάποδος·
- θέλω
κρέμασμα απ’ τ’ αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- θέλω
κρέμασμα απ’ το λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- του
κάνω κρέμασμα, α. τον αφήνω να περιμένει μάταια στο ραντεβού μας:
«είναι θυμωμένος μαζί μου, γιατί του ’κανα κρέμασμα προχτές στο ραντεβού μας». β.
τον εγκαταλείπω τη στιγμή που ζητάει τη βοήθειά μου, ενώ ήταν σίγουρος πως θα
τον βοηθήσω: «του ’κανα κρέμασμα χωρίς να το θέλω, γιατί δε μου ’φεραν και μένα
τα λεφτά που είχα υποσχεθεί πως θα του δώσω». γ. (στη γλώσσα του
ποδοσφαίρου, ιδίως για τερματοφύλακα) περνώ την μπάλα πάνω από τον
τερματοφύλακα, καθώς τον βλέπω να βρίσκεται μακριά από την εστία του: «μόλις ο
παίχτης μας αντιλήφθηκε πως ο τερματοφύλακας βρισκόταν έξω απ’ τη μικρή
περιοχή, του ’κανε κρέμασμα με μια ψηλοκρεμαστή μπαλιά και πέτυχε γκολ»·
- τρώω
κρέμασμα, α. περιμένω μάταια στο ραντεβού που έχω με κάποιον: «θα
’ρθεις οπωσδήποτε, γιατί δε γουστάρω να τρώω κρέμασμα». β.
εγκαταλείπομαι τη στιγμή που ζητώ τη βοήθεια κάποιου ή κάποιων, ενώ ήμουν
σίγουρος πως θα βοηθηθώ: «πώς να πιστέψω σήμερα στη φιλία, αφού μια ζωή τρώω
κρέμασμα». γ. (για τερματοφύλακες) ο αντίπαλος παίχτης περνάει την μπάλα
πάνω από το κεφάλι μου και σημειώνει γκολ, καθώς με βλέπει να βρίσκομαι μακριά
από την εστία μου: «είναι η δεύτερη φορά αυτό το μήνα που τρώει κρέμασμα ο
τερματοφύλακάς μας».