κρεβάτι,
το, ουσ.
[<μτγν. κραβάτιον, υποκορ. του ουσ. κράβατος <λατιν. grabatus], το
κρεβάτι. 1. κλίνη ξενοδοχείου ή νοσοκομείου ως μονάδα στέγασης ή
περίθαλψης: «αναγκαστήκαμε να κοιμηθούμε μέσα στ’ αυτοκίνητο, γιατί δεν υπήρχε
κρεβάτι σε κανένα ξενοδοχείο || πολλοί ασθενείς ήταν ξαπλωμένοι στα ράντζα,
γιατί δεν υπήρχε κρεβάτι στο νοσοκομείο». 2. η σεξουαλική πράξη, η
συνουσία: «για να ευχαριστηθεί κρεβάτι, πρέπει η γυναίκα να του τα δίνει όλα».
(Λαϊκό τραγούδι: τ’ αλισβερίσι μέσ’ στο μπαρ έχει φουντώσει κι η πόρνη
ακουμπά το χρήμα στον προστάτη, οι συμφωνίες βρέχονται με ουίσκι, πριν
καταλήξουν όπως πάντα στο κρεβάτι). (Ακολουθούν 35 φρ.)·
- αναστέναξε
το κρεβάτι, λέγεται στην περίπτωση που κάποιο ζευγάρι επιδόθηκε σε άγριο
έρωτα, που είχε μάλιστα και διάρκεια: «είχαν τέτοια κέφια κι οι δυο τους, που,
όταν κλείστηκαν στην γκαρσονιέρα τους, αναστέναξε το κρεβάτι». Υποκορ. κρεβατάκι,
το. Μεγεθ. κρεβατάρα, η·
- βάζω
στο κρεβάτι (κάποιον), τον βάζω να κοιμηθεί: «η μητέρα έβαλε στο κρεβάτι το
παιδί της, γιατί είχε περάσει η ώρα»·
- γυρίζει
σαν σβούρα στο κρεβάτι ή γυρίζει σαν τη σβούρα στο κρεβάτι, βλ. λ. σβούρα·
- δε
βγαίνω απ’ το κρεβάτι, δε σηκώνομαι, μένω συνέχεια ξαπλωμένος: «κάθε
Κυριακή, μέχρι το μεσημέρι, δε βγαίνω απ’ το κρεβάτι». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε
φορά που ξημερώνει δεκατρείς, δε βγαίνω απ’ το κρεβάτι,κλειδώνω
πόρτες και παράθυρα, μα πού να κλείσω μάτι)·
- διπλό
κρεβάτι, όπου μπορούν να κοιμηθούν δυο άτομα: «το ζεύγος αγόρασε για την
κρεβατοκάμαρα ένα διπλό κρεβάτι». (Λαϊκό τραγούδι: έχω μείνει αμανάτι πάνω
στο διπλό κρεβάτι)·
- δώσε
θάρρος στο χωριάτη να σ’ ανέβει στο κρεβάτι, βλ. λ. θάρρος·
- είμαι
στο κρεβάτι, είμαι άρρωστος, είμαι κατάκοιτος: «όσο καιρό ήμουν στο
κρεβάτι, δεν ήρθε κανένας να με δει»·
- είναι
ένα κρεβάτι κρέας, λέγεται ιδίως για γυναίκα που είναι πολύ χοντρή, πολύ
πλαδαρή: «δεν πάει κανένας άντρας μαζί της, επειδή, όπως βλέπεις κι εσύ, είναι
ένα κρεβάτι κρέας»·
- έπεσε
σαν τούβλο στο κρεβάτι, βλ. λ. τούβλο·
- κάνει
σαν τη χήρα στο κρεβάτι, βλ. λ. χήρα·
- κάνω
καλό κρεβάτι, (και για τα δυο φύλα) συνουσιάζομαι με τέχνη, είμαι γνώστης
των μυστικών του έρωτα: «η τάδε κάνει καλό κρεβάτι»·
- κάνω
κρεβάτι, (και για τα δυο φύλα) συνουσιάζομαι: «χτες βράδυ έκανα κρεβάτι με
την τάδε»·
- κάνω
το κρεβάτι μου, βλ. φρ. στρώνω το κρεβάτι μου·
- κρεβάτι
εκστρατείας, φορητό πτυσσόμενο κρεβάτι: «στην κατασκήνωση κοιμόμασταν σε
κρεβάτια εκστρατείας»·
- με
ρίχνει στο κρεβάτι (ενν. κάποια ασθένεια), με προσβάλλει σοβαρά, ώστε
αναγκάζομαι να μείνω κλινήρης: «άρπαξα τέτοια γρίπη, που μ’ έριξε στο κρεβάτι»·
- μένω
στο κρεβάτι, μένω κλινήρης λόγω αδιαθεσίας ή ασθένειας: «σήμερα δεν ένιωθα
καλά κι έμεινα στο κρεβάτι»·
- μικρός
(μικρή, μικρό) στο μάτι, μεγάλος (μεγάλη, μεγάλο) στο κρεβάτι, βλ. λ. μάτι·
- μόλις
σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι, α. μόλις ξύπνησα: «αχ, μη μου βάζεις
δύσκολα, γιατί μόλις σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι». Συνών. μόλις σηκώθηκα απ’ τον
ύπνο. β. μόλις έχει αποκατασταθεί η υγεία μου: «νιώθω μια αδυναμία,
γιατί μόλις σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι»·
- μονό
κρεβάτι, όπου μπορεί να κοιμηθεί ένα άτομο: «άφησε το ζευγάρι να κοιμηθεί
στην κρεβατοκάμαρα κι αυτός κοιμήθηκε σ’ ένα μονό κρεβάτι»·
- μπαίνω
στο κρεβάτι, βλ. συνηθέστ. πέφτω στο κρεβάτι·
- ό,τι
πάρει η νύφη από μπροστά κι η λεχώνα στο κρεβάτι, βλ. λ. παίρνω·
- πέφτω
ανάσκελα στο κρεβάτι ή πέφτω τ’ ανάσκελα στο κρεβάτι, αρρωσταίνω
σοβαρά και μένω κλινήρης: «έπεσε ανάσκελα στο κρεβάτι, γιατί άρπαξε γερή
πούντα»· βλ. και φρ. πέφτω στο κρεβάτι·
- πέφτω
στο κρεβάτι, ξαπλώνω να κοιμηθώ: «μην κάνετε φασαρία, γιατί ο παππούς έπεσε
στο κρεβάτι»· βλ. και φρ. πέφτω ανάσκελα στο κρεβάτι·
- πουτάνες
στα κρεβάτια σας! βλ. λ. πουτάνα·
- σηκώνομαι
απ’ το κρεβάτι, α. ξυπνώ: «κάθε πρωί στις επτά σηκώνομαι απ’ το
κρεβάτι για να πάω στη δουλειά μου || τι ώρα σηκώνεσαι το πρωί απ’ το κρεβάτι;».
β. αποκατασταίνεται η υγεία μου: «ήταν άρρωστος, αλλ’ απ’ ό,τι ξέρω
προχτές σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι»·
- στριφογυρίζει
σαν σβούρα στο κρεβάτι ή στριφογυρίζει σαν τη σβούρα στο κρεβάτι, βλ. λ. σβούρα·
- στριφογυρίζω
στο κρεβάτι, δεν μπορώ να κοιμηθώ, έχω αϋπνίες: «όλο το βράδυ στριφογύριζα
στο κρεβάτι»·
- στρώνω
κρεβάτι, (στη γλώσσα της αργκό) κάνω δουλειά που θα μου αποφέρει κέρδη
χωρίς ιδιαίτερο κόπο, κοιτάζω πώς θα βγάλω λεφτά χωρίς να κουραστώ: «ετοιμάζω
τώρα μια κομπίνα, που, αν κάτσει, στρώνω κρεβάτι για μια ζωή κι εξαφανίζομαι
απ’ την πιάτσα». Αναφορά στο έθιμο του γάμου, σύμφωνα με το οποίο η μελλόνυμφη
προσκαλεί συγγενείς και φίλους στο τελετουργικό στρώσιμο του γαμήλιου
κρεβατιού, μέρος του οποίου είναι και το χρύσωμα ή ασήμωμα, δηλ. το πέταγμα
χρημάτων επάνω σε αυτό, ως βοήθημα για τον πρώτο καιρό του ζευγαριού·
- στρώνω
το κρεβάτι μου, α. τακτοποιώ το κρεβάτι μου μετά από τον ύπνο: «κάθε
πρωί, πριν φύγω απ’ το σπίτι, στρώνω το κρεβάτι μου». β. ετοιμάζω το
κρεβάτι μου για να κοιμηθώ: «δεν πας να στρώσεις το κρεβάτι, ρε μάνα, γιατί
άρχισα να κουτουλώ;». (Λαϊκό τραγούδι: θλιμμένο δειλινό με κάνεις και πονώ.
Πού είναι η αγάπη μου να στρώσει το κρεβάτι μου γλυκά να κοιμηθώ)·
- τη
ρίχνω στο κρεβάτι, (για γυναίκες) κάνω έρωτα μαζί της, της επιβάλλω τη
σεξουαλική πράξη: «μέχρι τώρα έριξα την τάδε πέντε φορές στο κρεβάτι»· βλ. και
φρ. τον ρίχνω στο κρεβάτι·
- την
πάω στο κρεβάτι, (για γυναίκες), βλ. συνηθέστ. τη ρίχνω στο κρεβάτι·
- το
κρεβάτι του πόνου, λέγεται στην περίπτωση που ο ασθενής ταλαιπωρείται από
επώδυνη αρρώστια: «τρεις μήνες βρισκόταν στο κρεβάτι του πόνου χτυπημένος από
την κακιά, ώσπου πέθανε κι ησύχασε ο άνθρωπος!». (Λαϊκό τραγούδι: μες το
κρεβάτι αυτό του πόνου το Χάρο να ’ρθει παρακαλώ, να με γλιτώσει, γλυκιά
μου μάνα, απ’ το μαρτύριο τούτο το κρυφό)·
- τον
ρίχνω στο κρεβάτι, (για ασθένειες) τον αρρωσταίνω, τον υποχρεώνω να μείνει
κλινήρης: «η γρίπη τον έριξε στο κρεβάτι»·
- φάε
αλάτι κι έλα στο κρεβάτι, βλ. λ. αλάτι·
- χίλιοι
νεκροί καθόντανε στ’ αρρώστου το κρεβάτι, βλ. λ. νεκρός.