κρέας,
το, ουσ.
[<αρχ. κρέας], το κρέας. 1. άνθρωπος χοντρός, αργοκίνητος: «κουνήσου,
ρε κρέας, γιατί θα χάσουμε το τρένο!». 2. άνθρωπος χωρίς προσωπικότητα,
ανάξιος λόγου, τιποτένιος: «δεν μπορώ να καταλάβω γιατί κάνεις παρέα μ’ αυτό το
κρέας». 3. το πέος, ο πούτσος: «το κρέας του ξεχώριζε αμέσως απ’ το
στενό παντελόνι που φορούσε». 4. εκστομίζεται και ως βρισιά σε άντρα ή
και γυναίκα: «άντε πάρε δρόμο από δω, ρε κρέας!». 5. στον πλ. τα
κρέατα, οι παχιές σάρκες χοντρού άντρα, ιδίως χοντρής γυναίκας, που
αποκαλύπτονται από το τολμηρό ντύσιμό της: «μόλις είδα τα κρέατά της, μου
κόπηκε κάθε διάθεση για έρωτα». Τέλος, στα πολύ δύσκολα προπολεμικά και στα
πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, μόνο όταν η οικογένεια μαγείρευε κρέας έλεγε πως
έχει φαγητό. Υποκορ. κρεατάκι, το. (Ακολουθούν 20 φρ.)·
- ακόμη
λέει το κρέας τσιτσί, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για άτομο που, χωρίς
να έχει τις απαιτούμενες γνώσεις στη ζωή ή σε ένα επάγγελμα ή μια τέχνη λόγω
μικρής ηλικίας, θέλει ή προσπαθεί να συμβουλέψει άλλους, που είναι και
μεγαλύτεροί του αλλά και πολύ πιο έμπειροι από αυτό: «ακόμη λέει το κρέας τσιτσί
και θέλει να μας κάνει το δάσκαλο!». Το ότι λέει το κρέας τσιτσί παραπέμπει
αμέσως στη νηπιακή ηλικία. Για συνών. βλ. φρ. ακόμη δε βγήκε απ’ το καβούκι
του, λ. καβούκι·
-
άσπρα κρέατα, το
κρέας των ψαριών και των πουλερικών σε αντιδιαστολή με τα κόκκινα κρέατα: «η
υγεία μας απαιτεί πολλά άσπρα κρέατα»·
- βάζει
κρέας στον κώλο του, λέγεται ιδίως για άντρα που δέχεται να υποστεί τη
σεξουαλική πράξη και, κατ’ επέκταση, πρόκειται για άτομο ανάξιο λόγου,
ασήμαντο, τιποτένιο: «πώς να δώσεις βάση στα λόγια του, αφού βάζει κρέας στον
κώλο του». Συνών. βάζει τη βάρκα στο λιμάνι·
- βάλε
μυαλό, γιατί θα σου βάλω κρέας ή βάλε μυαλό να μη σου βάλω κρέας, βλ. λ. μυαλό·
- βαφτίζει
το κρέας ψάρι, βλ. λ. ψάρι·
- δε
βάζει κρέας απάνω του, δεν παχαίνει, δεν μπορεί να παχαίνει, παρά το πολύ
φαγητό που καταναλώνει: «όσο και να τρώει αυτό το παιδί, δε βάζει κρέας απάνω
του, γιατί όλη τη μέρα τρέχει στους δρόμους»·
- δεν
παίρνει κρέας απάνω του, βλ. φρ. δε βάζει κρέας απάνω του·
- δεν
πιάνει κρέας απάνω του, βλ.
φρ. δε βάζει κρέας απάνω του·
- είναι
ένα κρεβάτι κρέας, βλ. λ. κρεβάτι·
- είναι
ένα μάτσο κρέας, βλ. φρ. είναι ένα κρεβάτι κρέας·
- είναι
νύχι και κρέας, βλ. λ. νύχι·
- θα
μου κάνεις τα μούτρα από κρέας, δεν μπορείς να μου κάνεις τίποτα, δεν έχεις
τη δυνατότητα να μου κάνεις κακό: «μην έχεις την εντύπωση πως μ’ αυτά που λες
σε φοβάμαι, γιατί θα μου κάνεις τα μούτρα από κρέας». Από το ότι έτσι ή αλλιώς
τα μούτρα είναι από κρέας, οπότε δεν μπορεί να κάνει κανείς κάτι παραπάνω·
- θα
σου βάλω κρέας στον κώλο, (ειρωνικά) θα σου επιβάλω τη σεξουαλική πράξη από
πίσω και, κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν δε καθίσεις
φρόνιμα, θα σου βάλω κρέας στον κώλο, στο λέω»·
- θα
σου κάνω τα μούτρα κρέας, (απειλητικά) θα σε χτυπήσω πολύ άγρια και, κατ’
επέκταση, θα σε τιμωρήσω παραδειγματικά: «αν ξαναγυρίσεις μεθυσμένος στο σπίτι,
θα σου κάνω τα μούτρα κρέας»·
- κόκκινα
κρέατα, το κρέας των μοσχαριών και των βοδιών σε αντιδιαστολή με τα άσπρα
κρέατα: «τα κόκκινα κρέατα είναι απαραίτητα για τον οργανισμό του ανθρώπου,
γιατί έχουν πρωτεΐνες»·
- κρέας
μπαίνει, κρέας βγαίνει, το ζουμί κέρδος μένει, α. έκφραση που
λέγεται υπό τύπον αστεϊσμού σε άτομο που υποτίθεται πως του προτείνουμε να του
επιβάλουμε τη σεξουαλική πράξη, με την έννοια πως όχι μόνο δεν πρέπει να
φοβάται αλλά πως θα βρεθεί και ωφελημένος. β. έκφραση που λέγεται
ειρωνικά σε άτομο που περνάει δύσκολες καταστάσεις με την έννοια πως ακόμη και
από τα χειρότερα μπορεί να υπάρξει κάποια ωφέλεια·
- σαν
το νύχι με το κρέας, βλ. λ. νύχι·
- του
’κανα τα μούτρα (τη μάπα, τη μούρη) από κρέας, δεν μπόρεσα να του κάνω
κάποιο κακό: «όσο κι αν προσπάθησα να τον μειώσω μπροστά στους άλλους, του
’κανα τα μούτρα από κρέας, γιατί αποδείχτηκε πολύ αναίσθητος»·
- του
’κανα τα μούτρα (τη μάπα, τη μούρη) κρέας, α. τον χτύπησα άγρια και
του προξένησα πολλές πληγές στο πρόσωπο από τα χτυπήματα που του κατάφερα: «του
’δωσε τέτοιο ξύλο του φουκαρά, που του ’κανε τα μούτρα κρέας». β. τον
κατατρόπωσα, τον εκμηδένισα σε μια διαλογική συζήτηση: «πήγε να τα βάλει με τον
τάδε, που είναι εγκυκλοπαιδικά μορφωμένος και του ’κανε τα μούτρα κρέας»·
-
τρώει τα κρέατά του, είναι
πολύ εκνευρισμένος, είναι εκτός εαυτού: «μην πας να του ζητήσεις τίποτα, γιατί
αυτή τη στιγμή τρώει τα κρέατά του». Συνών. τρώει τα μανίκια του / τρώει τις
σάρκες του.