κράτος,
το, ουσ.
[<αρχ. κράτος], το κράτος·
- αστυνομικό
κράτος, όπου η εξουσία ασκείται με ιδιαίτερα αυστηρά μέτρα: «σ’ ένα
αστυνομικό κράτος οργιάζει η βία και η αυθαιρεσία της εξουσίας»·
- κατά
κράτος, ολοκληρωτικά: «ο εχθρός νικήθηκε κατά κράτος»·
- κράτος
δικαίου, όπου όλοι οι πολίτες είναι ίσοι απέναντι στο νόμο και όπου τα
πάντα κατανέμονται δίκαια στους πολίτες: «σ’ ένα κράτος δικαίου δεν υπάρχουν ισχυροί
και ανίσχυροι»·
- κράτος
εν κράτει, λέγεται για άτομο ή ομάδα ατόμων που έχουν αποκτήσει μεγάλη
δύναμη και αυτονομία στα πλαίσια εταιρείας, κόμματος ή κρατικού μηχανισμού και
καθορίζουν τις δραστηριότητες των αρμοδίων οργάνων: «ο τάδε μέσα στο εργοστάσιο
είναι κράτος εν κράτει και κανείς δεν μπορεί να τα βάλει μαζί του»·
- κράτος
πρόνοιας, όπου με θεσμικές ρυθμίσεις υποστηρίζει τους ασθενέστερους
οικονομικά πολίτες: «σ’ ένα κράτος πρόνοιας έχει εξαλειφθεί η μεγάλη φτώχεια»·
- το
βαθύ κράτος, το ισχυρό κατεστημένο: «η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να
συγκρουστεί με το βαθύ κράτος»·
- υπό
το κράτος, κάτω από τη δύναμη, την εξουσία, την κυριαρχία υπό την επήρεια,
κάτω από την εξουσία ή κυριαρχία: «υπό το κράτος του φόβου τα μαρτύρησε όλα
στην Ασφάλεια || υπό το κράτος της βίας υπέγραψε τη δήλωση ενοχής του || ο
κόσμος υπό το κράτος του πανικού, έτρεχε μαζικά προς τις εξόδους του γηπέδου ||
υπό το κράτος της μέθης μπορεί να κάνει κανείς χίλιες δυο ανοησίες»·
- υπό
το κράτος της εξουσίας, κάτω από τον εξαναγκασμό της κρατικής εξουσίας ή
κυριαρχίας: «υπό το κράτος της εξουσίας τα πάντα ισοπεδώνονται».