κοφίνι,
το, ουσ.
[<μτγν. κοφίνιον, υποκορ. του αρχ. κόφινος], μεγάλο, πλεχτό καλάθι από
κλαδιά λυγαριάς το οποίο χρησιμοποιείται συνήθως σε γεωργικές περιοχές για τη
μεταφορά καρπών, ιδίως καπνού: «τα κοφίνια στα καπνοχώρια ήταν πολύ χρήσιμα,
γιατί μ’ αυτά μετέφεραν οι παραγωγοί τα φύλλα του καπνού απ’ το χωράφι στο
σπίτι για επεξεργασία». Υποκορ. κοφινάκι, το. Μεγεθ. κοφίνα, η·
- κουβαλάει
νερό με το κοφίνι, ματαιοπονεί: «προσπαθεί να στήσει επιχείρηση χωρίς ούτε
καν ένα ευρώ, κι όπως αντιλαμβάνεσαι, κουβαλάει νερό με το κοφίνι»·
- στα
καλάθια δε χωρεί και στα κοφίνια περισσεύει ή στο καλάθι δε χωρεί και
στο κοφίνι περισσεύει, βλ. λ. καλάθι.