αμαρτία,
η, ουσ.
[<αρχ. ἁμαρτία], η αμαρτία. 1. μεγάλος λάθος, μεγάλο σφάλμα: «παρά
τις τόσες αμαρτίες του, δε λέει να βάλει μυαλό». (Λαϊκό τραγούδι: ιστορία
μου, αμαρτία μου, λάθος μου μεγάλο, είσ’ αρρώστια μου μες στα στήθια μου
και πώς θα σε βγάλω). 2. η εκτός νόμου ζωή, η παρανομία: «κανείς δεν
είχε καλό τέλος, ζώντας στην αμαρτία». (Λαϊκό τραγούδι: αλάνι μέσ’ στην
παραλία χρόνια μέσ’ στην αμαρτία, ο μπαγλαμάς και το μπουζούκι δεν του
λείπει το τσιμπούκι). 3. ειρωνική, χαϊδευτική ή θαυμαστική
προσφώνηση σε οικείο πρόσωπο: «έλα δω, ρε αμαρτία, μεγάλωσαν οι δουλειές σου
και δε μας μιλάς; || ω, καλώς την αμαρτία, καιρό έχουμε να σε δούμε! || πώς τα
κατάφερες, ρε αμαρτία, και πρόκοψες τόσο πολύ;». (Ακολουθούν 37 φρ.)·
- αμαρτία
εξομολογουμένη μισοσυχωρεμένη, βλ. φρ. αμαρτία εξομολογουμένη ουκ έστιν
αμαρτία·
- αμαρτία
εξομολογουμένη ουκ έστιν αμαρτία, στην περίπτωση που κάποιος παραδέχεται με
ειλικρίνεια κάποιο παράπτωμά του ή που λέει την κρυφή του άποψη για κάποιον ή
για κάτι που είναι όμως διαφορετική από την άποψη των πολλών, τότε
αντιμετωπίζεται σαν μια ελεύθερη έκφραση της γνώμης, χωρίς να της χρεώνεται
κάποια υστεροβουλία: «εγώ πιστεύω πως αυτός ο άνθρωπος δεν είναι όπως τον
παρουσιάζετε, κι αμαρτία εξομολογουμένη ουκ έστιν αμαρτία»·
- αμαρτίες
(αμαρτίαι) γονέων παιδεύουσι τέκνα, λέγεται στην περίπτωση που τα σφάλματα
των γονέων έχουν αντίκτυπο και στα παιδιά τους·
- ασθενής
και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει, α. οι άρρωστοι και οι οδοιπόροι
εξαιρούνται από την τήρηση της νηστείας, οι μεν πρώτοι για λόγους υγείας, οι δε
δεύτεροι γιατί συνήθως τρώνε ό,τι βρίσκουν ή ό,τι τους προσφέρουν. β.
πολλές φορές, λέγεται και σε περιπτώσεις που για κάποιον λόγο θέλουμε να
δικαιολογήσουμε κάποιον και ζητάμε να εξαιρεθεί από την τήρηση ορισμένων
κανόνων ή να επιδειχθεί ανοχή για την παρεκτροπή του από κάποιο τυπικό·
- για
να πω την αμαρτία μου, βλ. φρ. να σου πω την αμαρτία μου·
- δε
δίνει ούτε την αμαρτία του, είναι πολύ τσιγκούνης, πολύ φιλάργυρος: «απ’
αυτόν πας να ζητήσεις δανεικά; Αυτός, αγόρι μου, δε δίνει ούτε την αμαρτία
του», δηλ. ακόμη και την αμαρτία του θέλει να την κρατήσει, για να μη νιώσει
την αίσθηση ότι δίνει κάτι. Συνών. δε δίνει του αγγέλου του νερό ή δε
δίνει ούτε στον άγγελό του νερό / δε δίνει του αγίου του θυμίαμα ή δε
δίνει ούτε στον άγιό του θυμίαμα / δε δίνει του αγίου του νερό ή δε
δίνει ούτε στον άγιό του νερό·
- δεν
είναι αμαρτία; α.(για πρόσωπα, ζώα ή για κάτι) λέγεται στην
περίπτωση που εκφράζουμε τον οίκτο, τη λύπη ή τη συμπάθειά μας για κάποιον ή
για κάτι ή προτρέπουμε κάποιον άλλον να μη συμπεριφερθεί σκληρά ή να μην κάνει
κακό σε κάποιον ή σε κάτι: «μην το ταλαιπωρείς άλλο τ’ ανθρωπάκι, δεν είναι
αμαρτία; || δεν είναι αμαρτία να βασανίζετε τα ζώα; || δεν είναι αμαρτία να
κόψεις ένα τόσο ωραίο δέντρο». (Λαϊκό τραγούδι: ως πότε, πες – αμάν, αμάν, δεν
είναι αμαρτία να λιώνω γω για σένανε – αμάν, αμάν, και νάσ’ εσύ η αιτία).
β. δεν είναι σωστό, είναι άδικο: «΄δεν είναι αμαρτία να χάσεις μια
τόσο καλή δουλειά || δεν είναι αμαρτία να γκρεμίσουν αυτό το νεοκλασικό κτίριο»·
- δίνω
άφεση αμαρτιών, βλ. λ. άφεση·
- είναι
αμαρτία, α. (για πρόσωπα) είναι πονηρός, έξυπνος και χρησιμοποιεί
την εξυπνάδα του για να κάνει κατεργαριές, απατεωνιές και, κατ’ επέκταση, ο
κατεργάρης, ο απατεώνας: «μην μπλέξεις σε καμιά δουλειά μ’ αυτόν τον άνθρωπο,
γιατί είναι αμαρτία». β. είναι άδικο: «μην του φέρεσαι μ’ αυτόν τον
τρόπο, γιατί είναι αμαρτία». (Λαϊκό τραγούδι: ως πότε πες μου βλάμισσα αμάν,
αμάν, δεν είναι αμαρτία να λιώνω εγώ για σένανε και να ’σαι συ αιτία)·
βλ. και φρ. δεν είναι αμαρτία(;)·
- είναι
αμαρτία απ’ το Θεό, δεν είναι καθόλου σωστό, είναι μεγάλο άδικο: «το να
θέλεις να παρατήσεις τη δουλειά τώρα που την έφτασες σχεδόν στο τέλος της,
είναι αμαρτία απ’ το Θεό || μην καταστρέφετε αυτό το δασάκι, είναι αμαρτία απ’
το Θεό»·
- είναι
βουτηγμένος στην αμαρτία, α. είναι ακόλαστος, έκφυλος: «ο πατέρας
της πάει να σκάσει απ’ το κακό του, γιατί η κόρη του τραβιέται μ’ έναν τύπο,
που είναι βουτηγμένος στην αμαρτία». β. είναι μεγάλος απατεώνας: «μην
του έχεις την παραμικρή εμπιστοσύνη, γιατί ο τύπος είναι βουτηγμένος στην
αμαρτία»·
- είναι
μεγάλη αμαρτία, α. είναι πανέξυπνος, αλλά χρησιμοποιεί την εξυπνάδα
του για κατεργαριές, για απατεωνιές και, κατ’ επέκταση ο μεγάλος κατεργάρης, ο
μεγάλος απατεώνας: «είναι μεγάλη αμαρτία ο τύπος που κάνεις παρέα, γι’ αυτό
πρόσεχε να μην μπλέξεις». β. έχει ψηθεί στην παρανομία: «τον ξέρουν όλοι
μέσα στην πιάτσα, γιατί είναι μεγάλη αμαρτία»·
- είναι
μια αμαρτία! επιτείνει το είναι μεγάλη αμαρτία. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει
με το μα τι αμαρτία ή με το Θεός να σε φυλάει·
- είναι
παλιά αμαρτία, πέρασε τη ζωή του στην παρανομία, στην ακολασία και στη
διαφθορά: «αυτόν που βλέπεις είναι παλιά αμαρτία»· βλ. και φρ. παλιά αμαρτία·
- είναι
σκέτη αμαρτία, λέγεται ιδίως για γυναίκα, που είναι πολύ όμορφη, πολύ
ελκυστική και μπορεί να βάλει στον πειρασμό τον καθένα: «είχε μαζί του μια
γυναίκα που ήταν σκέτη αμαρτία»·
- είπα
και ελάλησα και αμαρτίαν ουκ έχω, ό,τι ήταν να πω, το είπα ή ό,τι ήταν να
συμβουλεύσω, το συμβούλευσα, από δω και πέρα δεν ευθύνομαι στο παραμικρό για
ό,τι συμβεί, ιδίως κακό: «αν μπλέξεις μ’ αυτόν τον άνθρωπο, θα ’χεις κακά
ξεμπερδέματα, είπα και ελάλησα και αμαρτίαν ουκ έχω». Πρβλ.: εἰ μή ἦλθον καί
ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν ουκ εἶχον· νῦν δέ πρόφασιν οὐκ ἔχουσι περί τῆς ἁμαρτίας
αὐτῶν. (Ιωάν. ιε΄ 22)·
- ζω
στην αμαρτία, α. ζω στην παρανομία. (Λαϊκό τραγούδι: για μιας
γυναίκας συμβουλή, ξημέρωσε μια χαραυγή να ζω στην αμαρτία, ω ω ω και
μες στη δυστυχία). β. ζω ανήθικα, ζω στη διαφθορά, στην ακολασία:
«έφυγε μικρή μικρή απ’ το σπίτι της και ζει στην αμαρτία». (Λαϊκό τραγούδι: με
την παρέα που ’κανα ήτανε αλητεία· έτσι με καταντήσανε να ζω στην αμαρτία)·
- η
εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, έκφραση με την οποία χαρακτηρίζουμε την ανήθικη
γυναίκα, τη γυναίκα που έχει περιπέσει σε πολλά λάθη: «τη χώρισε, γιατί δεν
μπορούσε να ζήσει άλλο με την εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή». Από το
τροπάριο που ψάλλεται στον όρθρο και τον εσπερινό της Μ. Τρίτης, το οποίο
έγραψε η βυζαντινή ποιήτρια (9ος αιών.) Κασσία ή Εικασία, γνωστότερη
με το όνομα Κασσιανή. «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή, / τήν
σήν αἰσθομένη θεότητα / μυροφόρου ἀναλαβοῦσαν τάξιν(…)». Είναι και φορές,
που αντί της λ. γυνή χρησιμοποιείται άλλο ουσιαστικό του ιδίου γένους:
«η εν πολλαίς αμαρτίες περιπεσούσα κυβέρνηση, πρέπει να παραιτηθεί || η εν
πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα διοίκηση, πρέπει να λογοδοτήσει»·
-
κάνω αμαρτία ή κάνω
αμαρτίες, αμαρτάνω: «όποιος κάνει αμαρτίες, θα πάει στην Κόλαση»·
- λέω
την αμαρτία μου, βλ. φρ. τη λέω την αμαρτία μου· βλ. και φρ. να
σου πω την αμαρτία μου·
- να
σου πω την αμαρτία μου, α. να σου ομολογήσω το λάθος μου, το σφάλμα
μου: «να σου πω την αμαρτία μου, μετάνιωσα που βοήθησα αυτόν τον άνθρωπο». β.
να σου αποκαλύψω το ευαίσθητό μου σημείο, τον κρυφό μου πόθο, το κρυφό μου
πάθος ή την κρυφή μου άποψη, να σου μιλήσω με κάθε ειλικρίνεια: «να σου πω την
αμαρτία μου, μόλις μου χαμογελάσουν λίγο με συμπάθεια, μου φεύγει αμέσως κάθε
θυμός || να σου πω την αμαρτία μου, κι εμένα μ’ αρέσει το ποτό || να σου πω την
αμαρτία μου, έχω άλλη γνώμη γι’ αυτόν τον άνθρωπο»·
- ξένες
αμαρτίες, παρανομίες ή σφάλματα που δεν είναι δικά μου. (Λαϊκό τραγούδι: απ’
το φιλότιμό του κι απ’ την καλή του την καρδιά για ξένες αμαρτίες καταδικάστηκε
βαριά)·
- ο
δρόμος της αμαρτίας, βλ. λ. δρόμος·
- ο
καρπός της αμαρτίας, βλ. λ. καρπός·
- παίρνω
άφεση αμαρτιών, βλ. λ. άφεση·
- παίρνω
την αμαρτία πάνω μου, αναλαμβάνω την ευθύνη για παράπτωμα, για σφάλμα
άλλου: «άλλη φορά δε θα πάρω την αμαρτία πάνω μου, επειδή εσύ έχεις τα μυαλά
πάνω απ’ το κεφάλι σου!»·
- παλιά
αμαρτία, το παλιό ερωτικό ταίρι, ο παλιός εραστής, η παλιά ερωμένη: «άργησα
να ’ρθω, γιατί συνάντησα στο δρόμο μια παλιά αμαρτία μου και τα ’παμε λιγάκι
στο πόδι». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχεις το δικαίωμα ξανά να μου θυμίσεις μια αμαρτία
μου παλιά που πάει να σβηστεί)· βλ. και φρ. είναι παλιά αμαρτία·
- πληρώνω
αμαρτίες, τιμωρούμαι για σφάλματα ή παρανομίες που έχω κάνει. (Λαϊκό
τραγούδι: μπελάδες και τραβήγματα ξενύχτια, φασαρίες, και ταχτικά
τραβιόμουνα και πλήρωνα αμαρτίες)·
- πληρώνω
ξένες αμαρτίες, τιμωρούμαι για σφάλματα ή παρανομίες που έχουν κάνει άλλοι:
«βαρέθηκα μια ζωή να πληρώνω ξένες αμαρτίες»·
- πληρώνω
παλιές αμαρτίες, α. υφίσταμαι τις συνέπειες από παλιά μου λάθη, που
εξακολουθούν να έχουν αντίκτυπο στη ζωή μου: «δεν μπορεί να βρει δουλειά, γιατί
έχει τη ρετσινιά του καταχραστή και πληρώνει ακόμη παλιές αμαρτίες». β.
εξοφλώ παλιά χρέη: «απ’ όσα λεφτά βγάζω μου μένουν ελάχιστα, γιατί πληρώνω
παλιές αμαρτίες»·
- προφάσεις
εν αμαρτίαις, βλ. λ. πρόφαση·
- σαν
αμαρτία, οτιδήποτε είναι πάρα πολύ ελκυστικό, οτιδήποτε βάζει σε πειρασμό
κάποιον: «τις θέλω τις γαρίδες σαν αμαρτία, όμως ο γιατρός μου τις έχει
απαγορέψει, γιατί έχουν πολλή χοληστερίνη || συνόδευε μια γυναίκα, τι να σου
πω, σαν αμαρτία!». (Λαϊκό τραγούδι: σ΄ αγαπώ σαν αμαρτία, σε μισώ σαν
φυλακή, κόψε με αν θες στα τρία, στάλα αίμα δε θα βγει)·
- σιχαίνομαι
σαν τις αμαρτίες μου (κάποιον ή κάτι), απεχθάνομαι πάρα πολύ κάποιον ή
κάτι: «δε θέλω ούτε να τον δω αυτόν τον άνθρωπο, γιατί τον σιχαίνομαι σαν τις
αμαρτίες μου || ούτε ν’ ακούσω δε θέλω για κουκιά, γιατί τα σιχαίνομαι σαν τις
αμαρτίες μου»·
- σώθηκαν
οι αμαρτίες, πέρασαν πια οι δυσκολίες: «τώρα που σώθηκαν οι αμαρτίες, θα
μπορέσουμε να προχωρήσουμε πιο γρήγορα τη δουλειά»·
- τη
λέω την αμαρτία μου, ομολογώ, παραδέχομαι το σφάλμα μου, παρόλο που δε με
κολακεύει: «α, το ποτό μ’ αρέσει πολύ, τη λέω την αμαρτία μου || παρόλο που
είμαι παντρεμένος, μ’ αρέσουν οι πιτσιρίκες, τη λέω την αμαρτία μου». Πολλές
φορές, της φρ. προτάσσεται το α, εγώ·
- τι
αμαρτία! α. δηλώνει ατυχία, κακοτυχία: «τι αμαρτία, ρε γαμώτο!
Αρρώστησε αυτός που θα μας έκανε το πάρτι, κι έτσι αναβλήθηκε προς το παρόν». β.
δηλώνει συμπάθεια στην ατυχία, στην κακοτυχία κάποιου: «τι αμαρτία να μην
περάσει στο πανεπιστήμιο το παιδί, ύστερα από τόσο διάβασμα που έκανε! || τι
αμαρτία! Τόσο όμορφη γυναίκα και να είναι κουτσή!»·
- το
σπίτι της αμαρτίας, βλ. λ. σπίτι·
- το
τρίγωνο της αμαρτίας, βλ. λ. τρίγωνο.